3,277,301
edits
(6_7) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀχλώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] ὄχλῳ, [[ὅθεν]], 1) ταραχώδης, ἄτακτος, [[θηρίον]] Πλάτ. Πολ. 590Β˙ [[καθόλου]], [[ὀχληρός]], ἐνοχλητικός, ἐπὶ ἑλκῶν, Ἱππ. Ἀγμ. 759˙ τὸ ὀχλ., ἡ ὀχληρότης, Θουκ. 6. 24. 2) [[κοινός]], [[χυδαῖος]], [[δόξα]] Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 18˙ [[θρίαμβος]] ὁ αὐτ. ἐν Λουκούλλ. 37. | |lstext='''ὀχλώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] ὄχλῳ, [[ὅθεν]], 1) ταραχώδης, ἄτακτος, [[θηρίον]] Πλάτ. Πολ. 590Β˙ [[καθόλου]], [[ὀχληρός]], ἐνοχλητικός, ἐπὶ ἑλκῶν, Ἱππ. Ἀγμ. 759˙ τὸ ὀχλ., ἡ ὀχληρότης, Θουκ. 6. 24. 2) [[κοινός]], [[χυδαῖος]], [[δόξα]] Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 18˙ [[θρίαμβος]] ὁ αὐτ. ἐν Λουκούλλ. 37. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες :<br /><b>1</b> tumultueux, turbulent ; τὸ ὀχλῶδες THC le tumulte, les embarras;<br /><b>2</b> populaire, commun, vulgaire.<br />'''Étymologie:''' [[ὄχλος]], -ωδης. | |||
}} | }} |