3,260,316
edits
(6_13a) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀχλίζω''': μέλλ. -ίσω, κινῶ διὰ μοχλοῦ, ἀνακινῶ, ἀνυψῶ, μετακινῶ. τὸν [λᾱαν] οὔ κε δύ’ ἀνέρε… ἀπ’ οὔδεος ὀχλίσσειαν Ἰλ. Μ. 448 οὐκ ἂν τόνγε [θυρεὸν] δύω καὶ εἵκοσ’ ἄμαξαι.. ἀπ’ οὔδεος ὀχλίσσειαν Ὀδ. Ι. 242· ὀχλ. [νήσους], ἐκ νεάτων Καλλ. εἰς Δῆλ. 33· νῆα διὲκ πέτρας Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 962, κτλ.· - [[στόμα]] ὀχλ., ἀνοίγειν τὸ [[στόμα]] βιαίως, δηλ. ἄρχεσθαι ὁμιλεῖν βιαίως, [[μετὰ]] σφοδρότητος, Νικ. Ἀλεξιφ. 225. | |lstext='''ὀχλίζω''': μέλλ. -ίσω, κινῶ διὰ μοχλοῦ, ἀνακινῶ, ἀνυψῶ, μετακινῶ. τὸν [λᾱαν] οὔ κε δύ’ ἀνέρε… ἀπ’ οὔδεος ὀχλίσσειαν Ἰλ. Μ. 448 οὐκ ἂν τόνγε [θυρεὸν] δύω καὶ εἵκοσ’ ἄμαξαι.. ἀπ’ οὔδεος ὀχλίσσειαν Ὀδ. Ι. 242· ὀχλ. [νήσους], ἐκ νεάτων Καλλ. εἰς Δῆλ. 33· νῆα διὲκ πέτρας Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 962, κτλ.· - [[στόμα]] ὀχλ., ἀνοίγειν τὸ [[στόμα]] βιαίως, δηλ. ἄρχεσθαι ὁμιλεῖν βιαίως, [[μετὰ]] σφοδρότητος, Νικ. Ἀλεξιφ. 225. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=soulever avec un levier, soulever avec peine, faire mouvoir péniblement, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ὄχλος]]. | |||
}} | }} |