Anonymous

ὄχθος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὄχθος''': ὁ [[ὕψωμα]] γῆς, [[ὄχθη]], [[λόφος]], κοινῶς «ὄχτος», πρῶτον ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 17, Πινδ. Ο. 9. 5, [[συχν]]. παρ’ Ἡροδ., Αἰσχύλ. καὶ Εὐρ.· ἐπὶ τοῦ Ἀρείου Πάγου, Ἡρόδ. 8. 52· ἐπὶ λόφου ἢ ὑψώματος ἐν γένει, Λατ. tumulus, Αἰσχύλ. Πέρσ. 647, 659, Χο. 4· - σπανίως ὡς τὸ [[ὄχθη]], ἐπὶ ὄχθης ποταμοῦ, ἴδε [[ὄχθη]] ἐν τέλ.· τὸ τοῦ Ἀριστοφ. ἐν Ὄρν. 774 (ὄχθῳ ἐφεζόμενοι παρ’ Ἕβρον ποταμόν), οὐδεμία [[ἀνάγκη]] νὰ ἐκληφῇ ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας. - ἐν Αἰσχύλ. Χο. 944 ἡ δοτ. ὄχθει (ὡς ἐξ ὀνομ. [[ὄχθος]], -εος, τό) [[εἶναι]] παρεφθαρμένη, - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὄχθος]]· [[κρημνός]], [[πέτρα]], τὸ ὑψηλὸν τοῦ ποταμοῦ ἢ τῆς γῆς ἢ τὸ ἀπόκρημνον [[στόμα]] τῆς θαλάσσης, [[κυρίως]] δὲ ποταμῶν», [[προσέτι]]: «ὄχθοι· αἱ τραχεῖαι... καὶ δύσβατοι τόποι. καὶ ἐξοχαὶ τῶν πετρῶν». ΙΙ. [[οἴδημα]], σαρκῶδες [[ἔκφυμα]] ἐπὶ τοῦ σώματος, Μανέθων 1. 54.
|lstext='''ὄχθος''': ὁ [[ὕψωμα]] γῆς, [[ὄχθη]], [[λόφος]], κοινῶς «ὄχτος», πρῶτον ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 17, Πινδ. Ο. 9. 5, [[συχν]]. παρ’ Ἡροδ., Αἰσχύλ. καὶ Εὐρ.· ἐπὶ τοῦ Ἀρείου Πάγου, Ἡρόδ. 8. 52· ἐπὶ λόφου ἢ ὑψώματος ἐν γένει, Λατ. tumulus, Αἰσχύλ. Πέρσ. 647, 659, Χο. 4· - σπανίως ὡς τὸ [[ὄχθη]], ἐπὶ ὄχθης ποταμοῦ, ἴδε [[ὄχθη]] ἐν τέλ.· τὸ τοῦ Ἀριστοφ. ἐν Ὄρν. 774 (ὄχθῳ ἐφεζόμενοι παρ’ Ἕβρον ποταμόν), οὐδεμία [[ἀνάγκη]] νὰ ἐκληφῇ ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας. - ἐν Αἰσχύλ. Χο. 944 ἡ δοτ. ὄχθει (ὡς ἐξ ὀνομ. [[ὄχθος]], -εος, τό) [[εἶναι]] παρεφθαρμένη, - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὄχθος]]· [[κρημνός]], [[πέτρα]], τὸ ὑψηλὸν τοῦ ποταμοῦ ἢ τῆς γῆς ἢ τὸ ἀπόκρημνον [[στόμα]] τῆς θαλάσσης, [[κυρίως]] δὲ ποταμῶν», [[προσέτι]]: «ὄχθοι· αἱ τραχεῖαι... καὶ δύσβατοι τόποι. καὶ ἐξοχαὶ τῶν πετρῶν». ΙΙ. [[οἴδημα]], σαρκῶδες [[ἔκφυμα]] ἐπὶ τοῦ σώματος, Μανέθων 1. 54.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> rive escarpée, bord élevé;<br /><b>2</b> escarpement, colline, montagne ; <i>particul.</i> tombeau, tertre.<br />'''Étymologie:''' R. Ἐχ, tenir à, être adhérent, être saillant ; cf. [[ἔχω]].
}}
}}