Anonymous

ὀψείω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_1)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀψείω''': ([[ὄψομαι]]) ἐφετικὸν τοῦ [[ὁράω]], ἐπιθυμῶ νὰ ἴδω, [[μετὰ]] γεν., ἀϋτῆς καὶ πολέμοιο Ἰλ. Ξ. 37˙ - ἐν τῷ παρατ. ὤψεον παρὰ Σώφρονι 39 Ahrens. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀψείοντες˙ ὀπτικῶς ἔχοντες, [[ἰδεῖν]] θέλοντες».
|lstext='''ὀψείω''': ([[ὄψομαι]]) ἐφετικὸν τοῦ [[ὁράω]], ἐπιθυμῶ νὰ ἴδω, [[μετὰ]] γεν., ἀϋτῆς καὶ πολέμοιο Ἰλ. Ξ. 37˙ - ἐν τῷ παρατ. ὤψεον παρὰ Σώφρονι 39 Ahrens. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀψείοντες˙ ὀπτικῶς ἔχοντες, [[ἰδεῖν]] θέλοντες».
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />désirer voir, être curieux <i>ou</i> avide de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ὄψομαι]].
}}
}}