Anonymous

ὀρνιθικός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρνῑθικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πτηνά, τροφὴ Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 5.
|lstext='''ὀρνῑθικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πτηνά, τροφὴ Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 5.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />propre aux oiseaux, qui convient aux oiseaux.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρνις]].
}}
}}