Anonymous

οὐλόφρων: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_16)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''οὐλόφρων''': -ον, = [[ὀλοόφρων]], ἐκ διορθώσεως τοῦ Valck. ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 750 ἀντὶ δουλόφρονες, [[ὅπερ]] [[ἐναντίον]] τοῦ μέτρου, πρβλ. [[οὐλόθυμος]].
|lstext='''οὐλόφρων''': -ον, = [[ὀλοόφρων]], ἐκ διορθώσεως τοῦ Valck. ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 750 ἀντὶ δουλόφρονες, [[ὅπερ]] [[ἐναντίον]] τοῦ μέτρου, πρβλ. [[οὐλόθυμος]].
}}
{{bailly
|btext=ονος (ὁ, ἡ)<br />à l’esprit funeste.<br />'''Étymologie:''' [[οὖλος]]³, [[φρήν]].
}}
}}