Anonymous

ὀνειδιστής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_19)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀνειδιστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ὀνειδίζων ἢ ψέγων διά τι, [[μετὰ]] γενικ. πράγμ., ἁμαρτημάτων, εὐεργετημάτων Ἀριστ. Ρητ. 2. 4. 16.
|lstext='''ὀνειδιστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ὀνειδίζων ἢ ψέγων διά τι, [[μετὰ]] γενικ. πράγμ., ἁμαρτημάτων, εὐεργετημάτων Ἀριστ. Ρητ. 2. 4. 16.
}}
{{bailly
|btext=οῦ;<br /><i>adj. m.</i><br />injurieux, outrageant.<br />'''Étymologie:''' [[ὀνειδίζω]].
}}
}}