3,276,318
edits
(6_19) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀνειδιστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ὀνειδίζων ἢ ψέγων διά τι, [[μετὰ]] γενικ. πράγμ., ἁμαρτημάτων, εὐεργετημάτων Ἀριστ. Ρητ. 2. 4. 16. | |lstext='''ὀνειδιστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ὀνειδίζων ἢ ψέγων διά τι, [[μετὰ]] γενικ. πράγμ., ἁμαρτημάτων, εὐεργετημάτων Ἀριστ. Ρητ. 2. 4. 16. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ;<br /><i>adj. m.</i><br />injurieux, outrageant.<br />'''Étymologie:''' [[ὀνειδίζω]]. | |||
}} | }} |