Anonymous

παλάμη: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰλάμη''': [ᾰ], ἡ· Ἐπικ. γενικ. καὶ δοτ. παλάμηφι. -φιν· - ποιητικὸν [[ὄνομα]], ἡ [[παλάμη]] τῆς χειρός, ἡ [[χείρ]], [[μάλιστα]] ὡς χρησιμεύουσα εἰς τὸ ἔχειν ἢ κρατεῖν τι, κτλ., [[παλάμη]] δ’ ἔχε χάλκεον [[ἔγχος]] Ὀδ. Α. 104· [[ἔγχος]] παλάμηφιν ἀρήρει Ἰλ. Γ. 338, πρβλ. Α. 238, κτλ.· παλάμᾳ δονέων Πινδ. Π. 1. 85. 2) ἡ χεὶρ ὡς χρησιμεύουσα εἰς ἔργα βίας, πάσχειν τι ὑπ’ Ἄρηος παλαμάων, ὑπὸ τῶν χειρῶν τοῦ Ἄρ., Ἰλ. Γ. 128, πρβλ. Ε. 558, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 865· [[ὅθεν]], [[ἔργον]] βίας, βιαία [[πρᾶξις]], ῥέζειν παλάμαν Σοφ. Φιλ. 1206. 3) ἡ χεὶρ ὡς χρησιμεύουσα εἰς ἔργα τέχνης κτλ., Ἡσ. Θ. 580, Ἀσπὶς Ἡρ. 219, 330, πρβλ. Ἰλ. Ο. 411· ἐργατίναις π. Συλλ. Ἐπιγρ. 2169. 7, κ. ἀλλ. ΙΙ. μεταφορ., εὐφυΐα, [[τέχνη]], [[ἐπινόημα]], σχέδιον, [[μέθοδος]], [[εἴτε]] ἐπὶ καλῆς [[εἴτε]] ἐπὶ κακῆς σημασίας, π. βιότου, [[ἐπινόημα]] πρὸς συντήρησιν ἢ διατροφήν, Θέογν. 624, πρβλ. 1002, Ἡρόδ. 8. 19, Σοφ. Φιλ. 177· ἰδίως ἐπὶ τῶν θεῶν, θεοῦ σὺν παλάμᾳ, θεῶν παλάμαι, παλάμαις [[Διός]], τεχνάσματα τῶν θεῶν, ἐπίνοιαι, Πινδ. Ο. 11 (10). 25, Π. 1. 94, Ν. 10. 121· πυκνότατος παλάμαις, ἐπὶ τοῦ Σισύφου, ὁ αὐτ. ἐν Ο. 13. 73, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 165, κτλ.· παλάμας παντοίας πλέκειν Ἀριστοφ. Σφ. 645· π. [[πυριγενής]], [[ἐργαλεῖον]] ἐκ τοῦ πυρὸς γεννηθέν, δηλ. [[ξίφος]], Εὐρ. Ὀρ. 820. ΙΙΙ. [[ἔργον]] τῆς χειρός, [[ἔργον]] τέχνης, Ἡσύχ.· πρβλ. Λατ. manus Mentoris, ἡ τοῦ τεχνίτου [[χείρ]], Ruhnk. Ep. Cr. σ. 101. (Πρβλ. Λατιν. palm-a, palm-us· Αγγλο-Σαξον. folm· Ἀρχ. Γερμαν. volm-a· [[ὅθεν]] παλαμάομαι, παλαμναῖος, Παλαμήδης).
|lstext='''πᾰλάμη''': [ᾰ], ἡ· Ἐπικ. γενικ. καὶ δοτ. παλάμηφι. -φιν· - ποιητικὸν [[ὄνομα]], ἡ [[παλάμη]] τῆς χειρός, ἡ [[χείρ]], [[μάλιστα]] ὡς χρησιμεύουσα εἰς τὸ ἔχειν ἢ κρατεῖν τι, κτλ., [[παλάμη]] δ’ ἔχε χάλκεον [[ἔγχος]] Ὀδ. Α. 104· [[ἔγχος]] παλάμηφιν ἀρήρει Ἰλ. Γ. 338, πρβλ. Α. 238, κτλ.· παλάμᾳ δονέων Πινδ. Π. 1. 85. 2) ἡ χεὶρ ὡς χρησιμεύουσα εἰς ἔργα βίας, πάσχειν τι ὑπ’ Ἄρηος παλαμάων, ὑπὸ τῶν χειρῶν τοῦ Ἄρ., Ἰλ. Γ. 128, πρβλ. Ε. 558, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 865· [[ὅθεν]], [[ἔργον]] βίας, βιαία [[πρᾶξις]], ῥέζειν παλάμαν Σοφ. Φιλ. 1206. 3) ἡ χεὶρ ὡς χρησιμεύουσα εἰς ἔργα τέχνης κτλ., Ἡσ. Θ. 580, Ἀσπὶς Ἡρ. 219, 330, πρβλ. Ἰλ. Ο. 411· ἐργατίναις π. Συλλ. Ἐπιγρ. 2169. 7, κ. ἀλλ. ΙΙ. μεταφορ., εὐφυΐα, [[τέχνη]], [[ἐπινόημα]], σχέδιον, [[μέθοδος]], [[εἴτε]] ἐπὶ καλῆς [[εἴτε]] ἐπὶ κακῆς σημασίας, π. βιότου, [[ἐπινόημα]] πρὸς συντήρησιν ἢ διατροφήν, Θέογν. 624, πρβλ. 1002, Ἡρόδ. 8. 19, Σοφ. Φιλ. 177· ἰδίως ἐπὶ τῶν θεῶν, θεοῦ σὺν παλάμᾳ, θεῶν παλάμαι, παλάμαις [[Διός]], τεχνάσματα τῶν θεῶν, ἐπίνοιαι, Πινδ. Ο. 11 (10). 25, Π. 1. 94, Ν. 10. 121· πυκνότατος παλάμαις, ἐπὶ τοῦ Σισύφου, ὁ αὐτ. ἐν Ο. 13. 73, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 165, κτλ.· παλάμας παντοίας πλέκειν Ἀριστοφ. Σφ. 645· π. [[πυριγενής]], [[ἐργαλεῖον]] ἐκ τοῦ πυρὸς γεννηθέν, δηλ. [[ξίφος]], Εὐρ. Ὀρ. 820. ΙΙΙ. [[ἔργον]] τῆς χειρός, [[ἔργον]] τέχνης, Ἡσύχ.· πρβλ. Λατ. manus Mentoris, ἡ τοῦ τεχνίτου [[χείρ]], Ruhnk. Ep. Cr. σ. 101. (Πρβλ. Λατιν. palm-a, palm-us· Αγγλο-Σαξον. folm· Ἀρχ. Γερμαν. volm-a· [[ὅθεν]] παλαμάομαι, παλαμναῖος, Παλαμήδης).
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>I.</b> paume de la main ; main;<br /><b>II.</b> <i>par ext.</i> travail de la main, <i>d’où</i><br /><b>1</b> coup de main, acte violent, <i>particul.</i> coup frappé par les dieux;<br /><b>2</b> art, moyen, expédient.<br />'''Étymologie:''' R. Παλ agiter, secouer ; v. [[πάλλω]], cf. <i>lat.</i> palma.
}}
}}