Anonymous

παλάσσω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_13a)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰλάσσω''': μέλλ. -ξω: παθ. πρκμ. πεπάλαγμαι. Ἐπικ. [[ῥῆμα]], [[ῥαντίζω]], [[φύρω]], [[μολύνω]], [[μιαίνω]], αἵματι τ’ ἐγκεφάλῳ τε παλαξέμεν.. [[οὖδας]] Ὀδ. Ν. 395· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., παλάσσετο δ’ αἵματι θώρηξ Ἰλ. Ε. 100· αἵματι καὶ λύθρῳ πεπαλαγμένον Ὀδ. Χ. 402· πεπάλακτο πόδας χεῖρας καὶ [[ὕπερθεν]] [[αὐτόθι]] 406· καὶ ἐν τῷ μέσῳ, παλάσσετο χεῖρας, ἐμόλυνε τὰς χεῖράς του, Ἰλ. Λ. 169· παρ’ Ὁμ. ἡ μετοχ. τοῦ παθ. πρκμ. [[πεπαλαγμένος]] [[εἶναι]] συνηθεστάτη, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ κ. Ἡμ. 731· νιφετῷ πεπ. [[ὕδωρ]] Κόϊντ. Σμ. 12. 410. 2) Παθ., [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τοῦ πράγματος, διασκορπίζομαι, [[ἐγκέφαλος]] πεπάλακτο Ἰλ. Λ. 98, Μ. 186· [[ἀλλά]], Ἀσωπὸς .. πεπάλακτο κεραυνῷ, ἀντὶ ἐπέπληκτο, Καλλ. εἰς Δῆλ. 78. ΙΙ. ἐν τῷ παθ. πρκμ. ἐπὶ ἀνθρώπων ἐξαγόντων κλήρους, οὓς ἔπαλλον ἐντὸς περικεφαλαίας, κλήρῳ νῦν πεπάλαχθε [[διαμπερές]], ὁρίσατε τὴν τύχην σας διὰ κλήρου, Ἰλ. Η. 171· τοὺς ἄλλους κλήρῳ πεπαλάσθαι ἄνωγον Ὀδ. Ι. 331· πεπάλαχθε κατὰ κληῖδας ἐρετμὰ Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 358. (Ἀμφότεραι αἱ σημασίαι προκύπτουσιν ἐκ τῆς κοινῆς ῥίζης τοῦ ῥήμ. [[πάλλω]], σεὶω· -[[διότι]] α΄) πρᾶγμά τι ῥαντίζεται ἢ σκορπίζεται σειόμενον ἢ [[τῇδε]] κἀκεῖσε αἰωρούμενον, πρβλ. [[πάλη]] (pollen), [[παλύνω]]· καὶ β΄) οἱ Ὁμηρικοὶ κλῆροι ἀείποτε ἐπάλλοντο ἐντὸς περικεφαλαίας, πρβλ. [[πάλλω]] 1. 3, [[πάλος]], [[παλαχή]]).
|lstext='''πᾰλάσσω''': μέλλ. -ξω: παθ. πρκμ. πεπάλαγμαι. Ἐπικ. [[ῥῆμα]], [[ῥαντίζω]], [[φύρω]], [[μολύνω]], [[μιαίνω]], αἵματι τ’ ἐγκεφάλῳ τε παλαξέμεν.. [[οὖδας]] Ὀδ. Ν. 395· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., παλάσσετο δ’ αἵματι θώρηξ Ἰλ. Ε. 100· αἵματι καὶ λύθρῳ πεπαλαγμένον Ὀδ. Χ. 402· πεπάλακτο πόδας χεῖρας καὶ [[ὕπερθεν]] [[αὐτόθι]] 406· καὶ ἐν τῷ μέσῳ, παλάσσετο χεῖρας, ἐμόλυνε τὰς χεῖράς του, Ἰλ. Λ. 169· παρ’ Ὁμ. ἡ μετοχ. τοῦ παθ. πρκμ. [[πεπαλαγμένος]] [[εἶναι]] συνηθεστάτη, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ κ. Ἡμ. 731· νιφετῷ πεπ. [[ὕδωρ]] Κόϊντ. Σμ. 12. 410. 2) Παθ., [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τοῦ πράγματος, διασκορπίζομαι, [[ἐγκέφαλος]] πεπάλακτο Ἰλ. Λ. 98, Μ. 186· [[ἀλλά]], Ἀσωπὸς .. πεπάλακτο κεραυνῷ, ἀντὶ ἐπέπληκτο, Καλλ. εἰς Δῆλ. 78. ΙΙ. ἐν τῷ παθ. πρκμ. ἐπὶ ἀνθρώπων ἐξαγόντων κλήρους, οὓς ἔπαλλον ἐντὸς περικεφαλαίας, κλήρῳ νῦν πεπάλαχθε [[διαμπερές]], ὁρίσατε τὴν τύχην σας διὰ κλήρου, Ἰλ. Η. 171· τοὺς ἄλλους κλήρῳ πεπαλάσθαι ἄνωγον Ὀδ. Ι. 331· πεπάλαχθε κατὰ κληῖδας ἐρετμὰ Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 358. (Ἀμφότεραι αἱ σημασίαι προκύπτουσιν ἐκ τῆς κοινῆς ῥίζης τοῦ ῥήμ. [[πάλλω]], σεὶω· -[[διότι]] α΄) πρᾶγμά τι ῥαντίζεται ἢ σκορπίζεται σειόμενον ἢ [[τῇδε]] κἀκεῖσε αἰωρούμενον, πρβλ. [[πάλη]] (pollen), [[παλύνω]]· καὶ β΄) οἱ Ὁμηρικοὶ κλῆροι ἀείποτε ἐπάλλοντο ἐντὸς περικεφαλαίας, πρβλ. [[πάλλω]] 1. 3, [[πάλος]], [[παλαχή]]).
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> παλάξω;<br />agiter, mêler, <i>d’où</i><br /><b>I.</b> éclabousser, souiller d’éclaboussures ; <i>Pass.</i><br /><b>1</b> être éclaboussé, souillé d’éclaboussures;<br /><b>2</b> être projeté avec éclaboussures, jaillir;<br /><b>II.</b> remuer pêle-mêle ; tirer au sort ; <i>Pass.</i> être tiré au sort.<br />'''Étymologie:''' R. Παλ, &gt; Παλκ, Παλακ secouer, agiter.
}}
}}