3,274,919
edits
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πάλαισμα''': [ᾰ], τό, [[τέχνασμα]] τοῦ παλαιστοῦ, [[τέχνασμα]] ἐν τῇ πάλῃ πρὸς πτῶσιν τοῦ ἀντιπάλου, παρὰ ἓν π. ἔδραμε [[νικᾶν]] Ἡρόδ. 9. 33· ἒν μὲν τόδ’ ἤδη τῶν τριῶν παλαισμάτων Αἰσχύλ. Εὐμ. 589· παλαίσματα, κατορθώματα παλαιστικά, Πινδ. Ο. 9. 20, Π. 49, Πλάτ. Φαῖδρ. 256Β. 2) ἐπὶ παντὸς ἀγῶνος, [[ἀγών]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 63, Εὐμ. 776, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 880, Εὐρ. Μήδ. 1214· παλαίσμαθ’ ἡμῶν ὁ [[βίος]] ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 550. 3) πᾶς [[δόλος]] ἢ [[τέχνασμα]], [[καθόλου]], [[ὑπεκφυγή]], Ἀριστοφάν. Βάτρ. 689, πρβλ. 878· π. δικαστηρίου, [[τέχνασμα]] δικαστικόν, Αἰσχίν. 83, 16· [[σόφισμα]], καὶ π. τῶν ἀκουόντων Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 12· - ὦ Θετταλὸν π., λεγόμενον [[πρός]] τινα, Ἀθήν. 308Β. | |lstext='''πάλαισμα''': [ᾰ], τό, [[τέχνασμα]] τοῦ παλαιστοῦ, [[τέχνασμα]] ἐν τῇ πάλῃ πρὸς πτῶσιν τοῦ ἀντιπάλου, παρὰ ἓν π. ἔδραμε [[νικᾶν]] Ἡρόδ. 9. 33· ἒν μὲν τόδ’ ἤδη τῶν τριῶν παλαισμάτων Αἰσχύλ. Εὐμ. 589· παλαίσματα, κατορθώματα παλαιστικά, Πινδ. Ο. 9. 20, Π. 49, Πλάτ. Φαῖδρ. 256Β. 2) ἐπὶ παντὸς ἀγῶνος, [[ἀγών]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 63, Εὐμ. 776, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 880, Εὐρ. Μήδ. 1214· παλαίσμαθ’ ἡμῶν ὁ [[βίος]] ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 550. 3) πᾶς [[δόλος]] ἢ [[τέχνασμα]], [[καθόλου]], [[ὑπεκφυγή]], Ἀριστοφάν. Βάτρ. 689, πρβλ. 878· π. δικαστηρίου, [[τέχνασμα]] δικαστικόν, Αἰσχίν. 83, 16· [[σόφισμα]], καὶ π. τῶν ἀκουόντων Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 12· - ὦ Θετταλὸν π., λεγόμενον [[πρός]] τινα, Ἀθήν. 308Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> manœuvres d’un lutteur pour vaincre ses adversaires ; lutte d’athlètes ; lutte <i>en gén.</i><br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> ruse, stratagème.<br />'''Étymologie:''' [[παλαίω]]. | |||
}} | }} |