Anonymous

παλιλλογέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_2)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰλιλλογέω''': [[λέγω]] [[πάλιν]], [[ἐπαναλαμβάνω]], ἀνακεφαλαιῶ, ὥς οἱ ἐπαλιλλόγητο [τὸ [[πρῆγμα]]] Ἡρόδ. 1. 118, ἴδε [[ἐπανηλογέω]], καὶ πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλεξ. 21, 1, Ἀππ. Μιθρ. 14.
|lstext='''πᾰλιλλογέω''': [[λέγω]] [[πάλιν]], [[ἐπαναλαμβάνω]], ἀνακεφαλαιῶ, ὥς οἱ ἐπαλιλλόγητο [τὸ [[πρῆγμα]]] Ἡρόδ. 1. 118, ἴδε [[ἐπανηλογέω]], καὶ πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλεξ. 21, 1, Ἀππ. Μιθρ. 14.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />redire.<br />'''Étymologie:''' [[παλίλλογος]].
}}
}}