3,274,125
edits
(6_19) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παιδεραστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐραστὴς παίδων, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, Ἀριστοφ. Ἀχ. 265, Πλάτ. Συμπ. 192Β, κτλ.˙ - ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 130. | |lstext='''παιδεραστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐραστὴς παίδων, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, Ἀριστοφ. Ἀχ. 265, Πλάτ. Συμπ. 192Β, κτλ.˙ - ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 130. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />celui qui aime les jeunes garçons <i>en mauv. part</i> PLAT, AR.<br />'''Étymologie:''' [[παῖς]], [[ἐράω]]. | |||
}} | }} |