Anonymous

οὐρέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_12)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''οὐρέω''': Ἡσ., Ἀττ.· παρατ. ἐούρουν (προσ-) Δημ., Ἰων. οὔρεον Ἱππ. 976F, ἢ οὔρεσκον, ἰδὲ κατωτ.: μέλλ. οὐρήσω Ἱππ. 589. 42, Ἀττ. -ήσομαι Ἀριστοφ. Εἰρ. 1206: ἀόρ. ἐούρησα (ἐν) Εὔπολ. ἐν «Αὐτολύκῳ» 12, Ἰων. οὔρησα Ἵππ.· πρκμ. ἐούρηκα (ἐν-) Ἀριστοφ. Λυσ. 402· Ἰων. ὑπερσ. οὐρήκειν Ἱππ. 1201F· - Παθ., Ἰων. ἀόρ. οὐρήθην ὁ αὐτ. 213F· ([[οὖρον]]). - Οὐρῶ, κανονικῶς «κατουρῶ», Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 727, 756, Ἡρόδ. 1. 133, κτλ.<br /> 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., [[ἐκβάλλω]] [[μετὰ]] οὔρων, Ἱππ. Ἀφ. 1252· οὔρεσκον ὄφεις Ἀντών. Λιβ. 41. - Παθ., τὸ οὐρούμενον = [[οὔρημα]] Ἱππ. 216C, κτλ. ΙΙ. [[ἐκσπερματίζω]] ὡς τὸ Λατ. meieresemen emittere, τὴν γονὴν οὐρεῖν, Foës. Oecon. Hipp.
|lstext='''οὐρέω''': Ἡσ., Ἀττ.· παρατ. ἐούρουν (προσ-) Δημ., Ἰων. οὔρεον Ἱππ. 976F, ἢ οὔρεσκον, ἰδὲ κατωτ.: μέλλ. οὐρήσω Ἱππ. 589. 42, Ἀττ. -ήσομαι Ἀριστοφ. Εἰρ. 1206: ἀόρ. ἐούρησα (ἐν) Εὔπολ. ἐν «Αὐτολύκῳ» 12, Ἰων. οὔρησα Ἵππ.· πρκμ. ἐούρηκα (ἐν-) Ἀριστοφ. Λυσ. 402· Ἰων. ὑπερσ. οὐρήκειν Ἱππ. 1201F· - Παθ., Ἰων. ἀόρ. οὐρήθην ὁ αὐτ. 213F· ([[οὖρον]]). - Οὐρῶ, κανονικῶς «κατουρῶ», Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 727, 756, Ἡρόδ. 1. 133, κτλ.<br /> 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., [[ἐκβάλλω]] [[μετὰ]] οὔρων, Ἱππ. Ἀφ. 1252· οὔρεσκον ὄφεις Ἀντών. Λιβ. 41. - Παθ., τὸ οὐρούμενον = [[οὔρημα]] Ἱππ. 216C, κτλ. ΙΙ. [[ἐκσπερματίζω]] ὡς τὸ Λατ. meieresemen emittere, τὴν γονὴν οὐρεῖν, Foës. Oecon. Hipp.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>-ῶ :<br /><i>impf.</i> ἐούρουν, <i>f.</i> οὐρήσω, <i>att.</i> οὐρήσομαι, <i>ao.</i> ἐούρησα, <i>pf.</i> ἐούρηκα;<br />uriner.<br />'''Étymologie:''' [[οὖρον]]¹.<br /><span class="bld">2</span>-ῶ :<br />avoir une heureuse navigation.<br />'''Étymologie:''' [[οὖρος]]².
}}
}}