Anonymous

ὀχλοκόπος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀχλοκόπος''': ὁ, ὁ τὸν ὄχλον κολακεύων, Πολύβ. 3. 80, 3· πρβλ. [[δημο]]-[[κόπος]], δοξο-[[κόπος]].
|lstext='''ὀχλοκόπος''': ὁ, ὁ τὸν ὄχλον κολακεύων, Πολύβ. 3. 80, 3· πρβλ. [[δημο]]-[[κόπος]], δοξο-[[κόπος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui cherche à capter la faveur populaire, intrigant, ambitieux.<br />'''Étymologie:''' [[ὄχλος]], [[κόπτω]].
}}
}}