Anonymous

ὀστρακόδερμος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_17)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀστρᾰκόδερμος''': -ον, ὁ ἔχων δέρμα ἢ [[περίβλημα]] σκληρὸν ὡς [[ὄστρακον]], καρκίνοι Βατραχομυομ. 297· ἀντίθ. τῷ [[μαλακόστρακος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 17, 11· ἐπὶ ᾠῶν, [[αὐτόθι]] 1. 65, 5· ― ὀστρακόδερμα, τά, ὡς τὸ ὀστρακηρά, ζῷα ἔχοντα [[περίβλημα]] σκληρὸν ὡς [[ὄστρακον]], ἴδε ἐν λ. [[μαλάκια]], τά.
|lstext='''ὀστρᾰκόδερμος''': -ον, ὁ ἔχων δέρμα ἢ [[περίβλημα]] σκληρὸν ὡς [[ὄστρακον]], καρκίνοι Βατραχομυομ. 297· ἀντίθ. τῷ [[μαλακόστρακος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 17, 11· ἐπὶ ᾠῶν, [[αὐτόθι]] 1. 65, 5· ― ὀστρακόδερμα, τά, ὡς τὸ ὀστρακηρά, ζῷα ἔχοντα [[περίβλημα]] σκληρὸν ὡς [[ὄστρακον]], ἴδε ἐν λ. [[μαλάκια]], τά.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a une écaille en guise de peau.<br />'''Étymologie:''' [[ὄστρακον]], [[δέρμα]].
}}
}}