Anonymous

ὀχλοποιέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_1)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀχλοποιέω''': [[ἐγείρω]] ὀχλαγωγίαν, Πράξ. Ἀποστ. ιζ΄, 5· - ὀχλοποίησις, εως, ἡ, Ἡσύχ. ἐν λ. δημαγωγίας.
|lstext='''ὀχλοποιέω''': [[ἐγείρω]] ὀχλαγωγίαν, Πράξ. Ἀποστ. ιζ΄, 5· - ὀχλοποίησις, εως, ἡ, Ἡσύχ. ἐν λ. δημαγωγίας.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />faire des rassemblements, ameuter une foule, provoquer un attroupement.<br />'''Étymologie:''' [[ὄχλος]], [[ποιέω]].
}}
}}