Anonymous

ὀφείλημα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_22)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀφείλημα''': τό, τὸ ὀφειλόμενον, [[ὀφειλή]], [[χρέος]], Θουκ. 2. 40· ἀποτίνειν ὀφ. Πλάτ. Νόμ. 717Β· ἀποδοῦναι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 2, 5.
|lstext='''ὀφείλημα''': τό, τὸ ὀφειλόμενον, [[ὀφειλή]], [[χρέος]], Θουκ. 2. 40· ἀποτίνειν ὀφ. Πλάτ. Νόμ. 717Β· ἀποδοῦναι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 2, 5.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />dette, obligation.<br />'''Étymologie:''' [[ὀφείλω]].
}}
}}