Anonymous

πάνεφθος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πάνεφθος''': [ᾰ], -ον, [[πάνυ]] ἐφθός: ἐπὶ μετάλλων, κεκαθαρμένος, τελείως ἀπηλλαγμένος κόνεως, ἀκαθαρσίας κ.τ.τ., πανέφθου κασσιτέροιο Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 208.
|lstext='''πάνεφθος''': [ᾰ], -ον, [[πάνυ]] ἐφθός: ἐπὶ μετάλλων, κεκαθαρμένος, τελείως ἀπηλλαγμένος κόνεως, ἀκαθαρσίας κ.τ.τ., πανέφθου κασσιτέροιο Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 208.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />tout à fait cuit ; purifié par le feu.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶς]], [[ἑφθός]].
}}
}}