Anonymous

παλαιόω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_5)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰλαιόω''': ἀόρ. ἐπαλαίωσα Ἑβδ. (Θρῆνοι Ἱερεμ. Γ΄, 3)· πρκμ. πεπαλαίωκα, παλαιώνω, Ἑβδ. Ἰὼβ Θ΄, 5, ἔνθ’ ἀνωτ.)· - τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ. (ἐνεστ.) [[γίνομαι]] [[παλαιός]], κατατρίβομαι, φθείρομαι ἐκ τῆς ἡλικίας, Ἀριστοφ. Μετεωρ. 4. 12, 7, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 32, 2, κ. ἀλλ.· πεπαλαιωμένον [[ἔκπτωμα]] τοῦ βραχίονος, παλαιόν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 783, 38.<br />ΙΙ. ἐν τῷ παθ. [[ὡσαύτως]], [[γίνομαι]] [[παλαιός]] ἢ [[ἄχρηστος]], «ξεθυμασμένος», ἐπὶ οἴνου, Ἀθήν. 33Α· τὸ ... παλαιούμενον Πλάτ. Συμπ. 208Β, πρβλ. Τίμ. 59C. ΙΙΙ. ὡς τὸ Λατ. antiquare, καταργῶ, ἀκυρῶ νόμον, Καιν. Διαθ. (ἔνθ’ ἀνωτ.).
|lstext='''πᾰλαιόω''': ἀόρ. ἐπαλαίωσα Ἑβδ. (Θρῆνοι Ἱερεμ. Γ΄, 3)· πρκμ. πεπαλαίωκα, παλαιώνω, Ἑβδ. Ἰὼβ Θ΄, 5, ἔνθ’ ἀνωτ.)· - τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ. (ἐνεστ.) [[γίνομαι]] [[παλαιός]], κατατρίβομαι, φθείρομαι ἐκ τῆς ἡλικίας, Ἀριστοφ. Μετεωρ. 4. 12, 7, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 32, 2, κ. ἀλλ.· πεπαλαιωμένον [[ἔκπτωμα]] τοῦ βραχίονος, παλαιόν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 783, 38.<br />ΙΙ. ἐν τῷ παθ. [[ὡσαύτως]], [[γίνομαι]] [[παλαιός]] ἢ [[ἄχρηστος]], «ξεθυμασμένος», ἐπὶ οἴνου, Ἀθήν. 33Α· τὸ ... παλαιούμενον Πλάτ. Συμπ. 208Β, πρβλ. Τίμ. 59C. ΙΙΙ. ὡς τὸ Λατ. antiquare, καταργῶ, ἀκυρῶ νόμον, Καιν. Διαθ. (ἔνθ’ ἀνωτ.).
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> <i>au pr.</i> rendre vieux ; <i>Pass.</i><br /><b>1</b> devenir vieux, vieillir;<br /><b>2</b> tomber en désuétude, passer, disparaître;<br /><b>II.</b> <i>particul.</i> abroger une loi.<br />'''Étymologie:''' [[παλαιός]].
}}
}}