Anonymous

παλίγκοτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_16)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰλίγκοτος''': -ον, [[κυρίως]] ἐπὶ ἑλκῶν, ὁ ἐκ νέου γενόμενος [[κακοήθης]], π. παθήματα, ὡς τὸ Λατ. dolores recrudescentes, denuo excandescentes, Γαλην. 12.204· ὑπερθ. -ώτατος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 796, κτλ.· - [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐπιρρ., αὐτῷ ... παλιγκότως συνεφέρετο, συνέβη εἰς αὐτὸν κατὰ τὴν προτέραν κακήν του τύχην, Ἡρόδ. 4. 156· φέρειν τὰ συμπίπτοντα μὴ π., ὑποφέρειν τὰς συμφορὰς οὐχὶ βαρυθύμως, Εὐρ. Ἀποσπ. 576. ΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ [[νέας]] ἐκρήξεως πάθους, κακός, [[ἐπίμονος]], [[παλαιός]], [[ἀλλά]] τις οὐκ ἐμμὶ παλιγκότων ὀργᾶν Σαπφὼ 77· κληδόνες π., ἐπιβλαβεῖς, δυσάρεστοι φῆμαι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 863, 874· π. [[τύχη]], ἐναντία [[τύχη]], [[αὐτόθι]] 571· [[πῆμα]] Πινδ. Ο. 2.36· π. ὄψιν ἰδοῦσα Μόσχ. 4. 9 2· τὰ π. λέγειν Ἀντιφῶν παρὰ Στοβ. 422. 7. 2) ἐπὶ προσώπων, [[ἐχθρικός]], [[δυσμενής]], τινι Ἀριστοφ. Εἰρ. 390, πρβλ. Θεόκρ. 22. 58· οἱ παλίγκοτοι, οἱ ἐνάντιοι, Πινδ. Ν. 4. ἐν τέλ., Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 376. (Συνήθως ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ [[πάλιν]] [[κότος]]· ἀλλ’ ἴδε [[ἀλλόκοτος]], [[νεόκοτος]]).
|lstext='''πᾰλίγκοτος''': -ον, [[κυρίως]] ἐπὶ ἑλκῶν, ὁ ἐκ νέου γενόμενος [[κακοήθης]], π. παθήματα, ὡς τὸ Λατ. dolores recrudescentes, denuo excandescentes, Γαλην. 12.204· ὑπερθ. -ώτατος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 796, κτλ.· - [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐπιρρ., αὐτῷ ... παλιγκότως συνεφέρετο, συνέβη εἰς αὐτὸν κατὰ τὴν προτέραν κακήν του τύχην, Ἡρόδ. 4. 156· φέρειν τὰ συμπίπτοντα μὴ π., ὑποφέρειν τὰς συμφορὰς οὐχὶ βαρυθύμως, Εὐρ. Ἀποσπ. 576. ΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ [[νέας]] ἐκρήξεως πάθους, κακός, [[ἐπίμονος]], [[παλαιός]], [[ἀλλά]] τις οὐκ ἐμμὶ παλιγκότων ὀργᾶν Σαπφὼ 77· κληδόνες π., ἐπιβλαβεῖς, δυσάρεστοι φῆμαι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 863, 874· π. [[τύχη]], ἐναντία [[τύχη]], [[αὐτόθι]] 571· [[πῆμα]] Πινδ. Ο. 2.36· π. ὄψιν ἰδοῦσα Μόσχ. 4. 9 2· τὰ π. λέγειν Ἀντιφῶν παρὰ Στοβ. 422. 7. 2) ἐπὶ προσώπων, [[ἐχθρικός]], [[δυσμενής]], τινι Ἀριστοφ. Εἰρ. 390, πρβλ. Θεόκρ. 22. 58· οἱ παλίγκοτοι, οἱ ἐνάντιοι, Πινδ. Ν. 4. ἐν τέλ., Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 376. (Συνήθως ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ [[πάλιν]] [[κότος]]· ἀλλ’ ἴδε [[ἀλλόκοτος]], [[νεόκοτος]]).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a des retours de haine <i>ou</i> de colère, dont la méchanceté <i>ou</i> la colère se réveille, s’aigrit, s’exaspère ; vindicatif, haineux ; ὁ [[παλίγκοτος]] ennemi, adversaire.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[κότος]].
}}
}}