Anonymous

παραβλώψ: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_22)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραβλώψ''': -ῶπος, ὁ, ἡ, ὁ διεστραμμένας ἔχων τὰς ὄψεις, ὁ [[διάστροφος]] τοὺς ὀφθαλμούς, ἀλλοίθωρος, παραβλῶπές τ’ ὀφθαλμὼ Ἰλ. Ι. 503, πρβλ. Ἀνθ. Π. 11. 361· δεικνὺς τοὺς παραβλῶπας ἐκείνους [[αὐτοῦ]] ὀφθαλμούς, τὰ ἀλλοίθωρα ἐκεῖνα ’μάτια του, Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. (Ἐκ τοῦ [[παραβλέπω]], ὡς τὸ κλὼψ ἐκ τοῦ [[κλέπτω]]).
|lstext='''παραβλώψ''': -ῶπος, ὁ, ἡ, ὁ διεστραμμένας ἔχων τὰς ὄψεις, ὁ [[διάστροφος]] τοὺς ὀφθαλμούς, ἀλλοίθωρος, παραβλῶπές τ’ ὀφθαλμὼ Ἰλ. Ι. 503, πρβλ. Ἀνθ. Π. 11. 361· δεικνὺς τοὺς παραβλῶπας ἐκείνους [[αὐτοῦ]] ὀφθαλμούς, τὰ ἀλλοίθωρα ἐκεῖνα ’μάτια του, Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. (Ἐκ τοῦ [[παραβλέπω]], ὡς τὸ κλὼψ ἐκ τοῦ [[κλέπτω]]).
}}
{{bailly
|btext=ῶπος (ὁ, ἡ)<br />qui regarde de travers, louche.<br />'''Étymologie:''' [[παραβλέπω]].
}}
}}