3,277,309
edits
(6_2) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρακᾰλύπτω''': [[καλύπτω]], ἀναρτῶν τι πλησίον, [[σκεπάζω]], [[κρύπτω]], [[ὑποκρύπτω]], τῇ μέθῃ τὴν διάνοιαν Πλουτ. Δημήτρ. 52. - Μέσ., [[καλύπτω]] τὸ πρόσωπόν μου, Πλάτ. Πολ. 439Α, Πλουτ. Ἀλκιβ. 34· πρὸς τὸ δεινὸν ὁ αὐτ. ἐν Πομπ. 60· μεταφορ., παρακαλυπτομένου τοῦ λόγου, κρυπτομένου, ὑποκρυπτομένου, Πλάτ. Πολ. 503Α, πρβλ. Πλούτ. 2. 370Ε. | |lstext='''παρακᾰλύπτω''': [[καλύπτω]], ἀναρτῶν τι πλησίον, [[σκεπάζω]], [[κρύπτω]], [[ὑποκρύπτω]], τῇ μέθῃ τὴν διάνοιαν Πλουτ. Δημήτρ. 52. - Μέσ., [[καλύπτω]] τὸ πρόσωπόν μου, Πλάτ. Πολ. 439Α, Πλουτ. Ἀλκιβ. 34· πρὸς τὸ δεινὸν ὁ αὐτ. ἐν Πομπ. 60· μεταφορ., παρακαλυπτομένου τοῦ λόγου, κρυπτομένου, ὑποκρυπτομένου, Πλάτ. Πολ. 503Α, πρβλ. Πλούτ. 2. 370Ε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=couvrir, cacher;<br /><i><b>Moy.</b></i> παρακαλύπτομαι;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> voiler : [[τῇ]] μέθῃ τὴν διάνοιαν PLUT voiler la pensée sous les vapeurs de l’ivresse;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> se voiler pour porter le deuil;<br /><b>2</b> se cacher : πρὸς τὸ δεινόν PLUT fermer les yeux <i>ou</i> se voiler le visage en face du danger.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[καλύπτω]]. | |||
}} | }} |