Anonymous

παρακαλύπτω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_2)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρακᾰλύπτω''': [[καλύπτω]], ἀναρτῶν τι πλησίον, [[σκεπάζω]], [[κρύπτω]], [[ὑποκρύπτω]], τῇ μέθῃ τὴν διάνοιαν Πλουτ. Δημήτρ. 52. - Μέσ., [[καλύπτω]] τὸ πρόσωπόν μου, Πλάτ. Πολ. 439Α, Πλουτ. Ἀλκιβ. 34· πρὸς τὸ δεινὸν ὁ αὐτ. ἐν Πομπ. 60· μεταφορ., παρακαλυπτομένου τοῦ λόγου, κρυπτομένου, ὑποκρυπτομένου, Πλάτ. Πολ. 503Α, πρβλ. Πλούτ. 2. 370Ε.
|lstext='''παρακᾰλύπτω''': [[καλύπτω]], ἀναρτῶν τι πλησίον, [[σκεπάζω]], [[κρύπτω]], [[ὑποκρύπτω]], τῇ μέθῃ τὴν διάνοιαν Πλουτ. Δημήτρ. 52. - Μέσ., [[καλύπτω]] τὸ πρόσωπόν μου, Πλάτ. Πολ. 439Α, Πλουτ. Ἀλκιβ. 34· πρὸς τὸ δεινὸν ὁ αὐτ. ἐν Πομπ. 60· μεταφορ., παρακαλυπτομένου τοῦ λόγου, κρυπτομένου, ὑποκρυπτομένου, Πλάτ. Πολ. 503Α, πρβλ. Πλούτ. 2. 370Ε.
}}
{{bailly
|btext=couvrir, cacher;<br /><i><b>Moy.</b></i> παρακαλύπτομαι;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> voiler : [[τῇ]] μέθῃ τὴν διάνοιαν PLUT voiler la pensée sous les vapeurs de l’ivresse;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> se voiler pour porter le deuil;<br /><b>2</b> se cacher : πρὸς τὸ δεινόν PLUT fermer les yeux <i>ou</i> se voiler le visage en face du danger.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[καλύπτω]].
}}
}}