Anonymous

παρακούω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_23)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρακούω''': μέλλ. -ακούσομαι˙ - [[ἀκούω]] κατά τύχην, «ἀ­κού­ω νά γίνηται [[λόγος]]», Δημοκήδεος την τέχνην Ἡρόδ. 3. 129 ἀξίων λόγου πραγμάτων Πλάτ. Ἐπιστ. 339 Ε˙ παρακήκοα νῦν ὅτι τίκτει Ἀνθ. Π. 5. 75. ΙΙ. [[ἀκούω]] ἐπακροώμενος [[λάθρα]], παρα­κούων δεσποτῶν ἅττ’ ἅν λαλῶσι; Ἀριστοφ. Βάτρ. 750˙ τι [[παρά]] τινος Πλάτ. Εὐθύδ. 300D˙ παρακούσας τοῦ δεσπότου Λουκ. ἐπί Μισθ. Συνόντ. 37. ΙΙΙ. [[ἀκούω]] ἀτελῶς ἢ [[ἐσφαλμένως]], παρανοῶ, ἀκούειν τι, παρακούειν δέ, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 6, 1, πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 330Ε, Θεαίτ. 195Α, Κέβητος Πίναξ 3. IV. δὲν δίδω προσοχήν, [[παρακούω]], μὴ πειθαρχεΐν… ἀλλὰ παρακούειν Πολύβ. 26. 2, 1, κτλ. ˙ [[περί]] τινος ὁ αὐτ. 30. 18, 2˙ [[ὡσαύτως]], προσποιοῦμαι ὅτι δὲν [[ἀκούω]], ὁ αὐτ. 3. 15, 2, Πλουτ. Φιλοπ. 16. - Παθ., ἀκούομαι οὐχὶ [[μετὰ]] προσοχῆς, δὲν προσέχουσιν εἰς ἐμέ, δὲν ὑπακούομαι, Πολύβ. 5. 35, 5. 2) [[μετὰ]] γεν. προσ., ὀ αὐτ. 2. 8, 3, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιη΄, 17˙ [[μετὰ]] γενικ. πράγμ., Πολύβ. 7. 11, 9. -Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 115.
|lstext='''παρακούω''': μέλλ. -ακούσομαι˙ - [[ἀκούω]] κατά τύχην, «ἀ­κού­ω νά γίνηται [[λόγος]]», Δημοκήδεος την τέχνην Ἡρόδ. 3. 129 ἀξίων λόγου πραγμάτων Πλάτ. Ἐπιστ. 339 Ε˙ παρακήκοα νῦν ὅτι τίκτει Ἀνθ. Π. 5. 75. ΙΙ. [[ἀκούω]] ἐπακροώμενος [[λάθρα]], παρα­κούων δεσποτῶν ἅττ’ ἅν λαλῶσι; Ἀριστοφ. Βάτρ. 750˙ τι [[παρά]] τινος Πλάτ. Εὐθύδ. 300D˙ παρακούσας τοῦ δεσπότου Λουκ. ἐπί Μισθ. Συνόντ. 37. ΙΙΙ. [[ἀκούω]] ἀτελῶς ἢ [[ἐσφαλμένως]], παρανοῶ, ἀκούειν τι, παρακούειν δέ, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 6, 1, πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 330Ε, Θεαίτ. 195Α, Κέβητος Πίναξ 3. IV. δὲν δίδω προσοχήν, [[παρακούω]], μὴ πειθαρχεΐν… ἀλλὰ παρακούειν Πολύβ. 26. 2, 1, κτλ. ˙ [[περί]] τινος ὁ αὐτ. 30. 18, 2˙ [[ὡσαύτως]], προσποιοῦμαι ὅτι δὲν [[ἀκούω]], ὁ αὐτ. 3. 15, 2, Πλουτ. Φιλοπ. 16. - Παθ., ἀκούομαι οὐχὶ [[μετὰ]] προσοχῆς, δὲν προσέχουσιν εἰς ἐμέ, δὲν ὑπακούομαι, Πολύβ. 5. 35, 5. 2) [[μετὰ]] γεν. προσ., ὀ αὐτ. 2. 8, 3, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιη΄, 17˙ [[μετὰ]] γενικ. πράγμ., Πολύβ. 7. 11, 9. -Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 115.
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> entendre auprès de <i>ou</i> en passant, <i>particul.</i> entendre parler de qch par hasard, apprendre accidentellement, acc.;<br /><b>II.</b> entendre à la dérobée ; [[τί]] τινος, recueillir furtivement qqe parole de qqn ; τινος entendre dire qch à la dérobée;<br /><b>III.</b> entendre mal <i>ou</i> à demi, <i>d’où</i><br /><b>1</b> faire semblant de ne pas entendre, gén.;<br /><b>2</b> ne pas écouter, refuser d’obéir, gén..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἀκούω]].
}}
}}