Anonymous

πανός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πανός''': ὁ, «[[πανός]], ἄρτος, Μεσσάπιοι, καὶ τὴν πλησμονὴν πανίαν, καὶ πάνια τὰ πλήσμια» Ἀθήν. 111C· πρβλ. τὸ Λατ. panis.
|lstext='''πανός''': ὁ, «[[πανός]], ἄρτος, Μεσσάπιοι, καὶ τὴν πλησμονὴν πανίαν, καὶ πάνια τὰ πλήσμια» Ἀθήν. 111C· πρβλ. τὸ Λατ. panis.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />flambeau, torche.<br />'''Étymologie:''' cf. [[φανός]].
}}
}}