Anonymous

παραείρω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_20)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραείρω''': συνῃρ. [[παραίρω]]· [[αἴρω]], ὑψώνω, παρασηκώνω, μεταφορ., «φουσκώνω», τίς σᾶς παρήειρεν φρένας; τίς διέστρεψε τὸν νοῦν σου; Ἀρχίλ. 88, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 4. 19. - Παθ., κρέμαμαι πλαγίως, ἀπὸ τοῦ ἑνὸς μέρους, παρηέρθη δὲ κάρη, «παρεκρεμάσθη» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 341.
|lstext='''παραείρω''': συνῃρ. [[παραίρω]]· [[αἴρω]], ὑψώνω, παρασηκώνω, μεταφορ., «φουσκώνω», τίς σᾶς παρήειρεν φρένας; τίς διέστρεψε τὸν νοῦν σου; Ἀρχίλ. 88, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 4. 19. - Παθ., κρέμαμαι πλαγίως, ἀπὸ τοῦ ἑνὸς μέρους, παρηέρθη δὲ κάρη, «παρεκρεμάσθη» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 341.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> παραερῶ, <i>ao.</i> [[παρήειρα]], <i>ao. Pass.</i> παρηέρθην;<br />lever <i>ou</i> suspendre à côté.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἀείρω]].
}}
}}