3,277,241
edits
(6_20) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παραείρω''': συνῃρ. [[παραίρω]]· [[αἴρω]], ὑψώνω, παρασηκώνω, μεταφορ., «φουσκώνω», τίς σᾶς παρήειρεν φρένας; τίς διέστρεψε τὸν νοῦν σου; Ἀρχίλ. 88, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 4. 19. - Παθ., κρέμαμαι πλαγίως, ἀπὸ τοῦ ἑνὸς μέρους, παρηέρθη δὲ κάρη, «παρεκρεμάσθη» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 341. | |lstext='''παραείρω''': συνῃρ. [[παραίρω]]· [[αἴρω]], ὑψώνω, παρασηκώνω, μεταφορ., «φουσκώνω», τίς σᾶς παρήειρεν φρένας; τίς διέστρεψε τὸν νοῦν σου; Ἀρχίλ. 88, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 4. 19. - Παθ., κρέμαμαι πλαγίως, ἀπὸ τοῦ ἑνὸς μέρους, παρηέρθη δὲ κάρη, «παρεκρεμάσθη» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 341. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> παραερῶ, <i>ao.</i> [[παρήειρα]], <i>ao. Pass.</i> παρηέρθην;<br />lever <i>ou</i> suspendre à côté.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἀείρω]]. | |||
}} | }} |