Anonymous

παλίρροπος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_16)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰλίρροπος''': -ον, [[πάλιν]] ῥέπων, κεκαμμένος, παλίρροπον γόνυ, κάμπτον ἐκ τοῦ βάρους τοῦ σώματος, κλονούμενον, Εὐρ. Ἠλ. 492.
|lstext='''πᾰλίρροπος''': -ον, [[πάλιν]] ῥέπων, κεκαμμένος, παλίρροπον γόνυ, κάμπτον ἐκ τοῦ βάρους τοῦ σώματος, κλονούμενον, Εὐρ. Ἠλ. 492.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui se recourbe.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[ῥέπω]].
}}
}}