Anonymous

παλίνορτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_17)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παλίνορτος''': -ον, ὁ ἐξ ὑστέρου ὁρμώμενος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 154 πρβλ. [[παλίγκοτος]]· - περὶ τοῦ τύπου, πρβλ. [[θέορτος]].
|lstext='''παλίνορτος''': -ον, ὁ ἐξ ὑστέρου ὁρμώμενος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 154 πρβλ. [[παλίγκοτος]]· - περὶ τοῦ τύπου, πρβλ. [[θέορτος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui s’élance <i>ou</i> éclate de nouveau, qui se ravive (ressentiment, haine).<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], ὄρνυμαι.
}}
}}