3,277,218
edits
(6_17) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παράληρος''': -ον, ὁ ἀνοήτως λαλῶν, [[ἄφρων]], παραλαλῶν, Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 940, Φίλων 1. 387, κλ. ΙΙ ὡς οὐσιαστ., = [[παραλήρησις]], Ἱππ. 1103Ε, Σουΐδ. ἐν λέξ. [[λῆρος]], «ἡ ἐπιτεταμένη [[βλάβη]] τοῦ νοῦ [[παραφροσύνη]] λέγεται, ἡ δὲ [[μέση]] [[λῆρος]], ἡ δὲ ὑφειμένη [[παράληρος]]». | |lstext='''παράληρος''': -ον, ὁ ἀνοήτως λαλῶν, [[ἄφρων]], παραλαλῶν, Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 940, Φίλων 1. 387, κλ. ΙΙ ὡς οὐσιαστ., = [[παραλήρησις]], Ἱππ. 1103Ε, Σουΐδ. ἐν λέξ. [[λῆρος]], «ἡ ἐπιτεταμένη [[βλάβη]] τοῦ νοῦ [[παραφροσύνη]] λέγεται, ἡ δὲ [[μέση]] [[λῆρος]], ἡ δὲ ὑφειμένη [[παράληρος]]». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui déraisonne, qui radote;<br /><b>2</b> <i>t. médic.</i> qui délire ; τὸ παράληρον le délire.<br />'''Étymologie:''' [[παραληρέω]]. | |||
}} | }} |