Anonymous

παραπλάζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_13a)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραπλάζω''': μέλλ. -πλάγξω· ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. κατ’ ἀόρ. ἐνεργ. καὶ παθ. Παραπλανῶ, [[κάμνω]] τινὰ νὰ πλανηθῇ ἐκ τῆς ὀρθῆς ὁδοῦ, ἐπὶ ναυτῶν, παραπλανῶ ἐκ τῆς πορείας αὐτῶν, [[ἀλλά]] με.. Βορέης παρέπλαγξε Κυθήρων Ὀδ. Ι. 81, πρβλ. Τ. 187· - μεταφορ., παραπλανῶ, [[περιπλέκω]], παρέπλαγξε δὲ [[νόημα]] Υ. 346· αἱ φρενῶν ταραχαὶ παρέπλαγξαν καὶ σοφὸν Πινδ. Ο. 7. 56. - Παθ., παρεπλάχθη δέ οἱ [[ἄλλῃ]] ἰὸς [[χαλκοβαρής]], τὸ [[βέλος]] παρετράπη, Ἰλ. Ο. 464· ποῖ παρεπλάγχθην γνώμας ἀγαθᾶς; Εὐρ. Ἱππ. 240· ἀπολ., πλανῶμαι, σφάλλομαι, Πινδ. Ν. 10. 10. - Τὸ ἐνεργ. [[ὡσαύτως]] ἀπαντᾷ ἐπὶ ἀμεταβ. σημασίας, παραπλανῶμαι, παρεκτρέπομαι, Νικ. Θηρ. 757, κλ.
|lstext='''παραπλάζω''': μέλλ. -πλάγξω· ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. κατ’ ἀόρ. ἐνεργ. καὶ παθ. Παραπλανῶ, [[κάμνω]] τινὰ νὰ πλανηθῇ ἐκ τῆς ὀρθῆς ὁδοῦ, ἐπὶ ναυτῶν, παραπλανῶ ἐκ τῆς πορείας αὐτῶν, [[ἀλλά]] με.. Βορέης παρέπλαγξε Κυθήρων Ὀδ. Ι. 81, πρβλ. Τ. 187· - μεταφορ., παραπλανῶ, [[περιπλέκω]], παρέπλαγξε δὲ [[νόημα]] Υ. 346· αἱ φρενῶν ταραχαὶ παρέπλαγξαν καὶ σοφὸν Πινδ. Ο. 7. 56. - Παθ., παρεπλάχθη δέ οἱ [[ἄλλῃ]] ἰὸς [[χαλκοβαρής]], τὸ [[βέλος]] παρετράπη, Ἰλ. Ο. 464· ποῖ παρεπλάγχθην γνώμας ἀγαθᾶς; Εὐρ. Ἱππ. 240· ἀπολ., πλανῶμαι, σφάλλομαι, Πινδ. Ν. 10. 10. - Τὸ ἐνεργ. [[ὡσαύτως]] ἀπαντᾷ ἐπὶ ἀμεταβ. σημασίας, παραπλανῶμαι, παρεκτρέπομαι, Νικ. Θηρ. 757, κλ.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> παραπλάγξω, <i>ao.</i> [[παρέπλαγξα]], <i>ao. Pass.</i> παρεπλάγχθην;<br /><b>1</b> écarter du droit chemin, faire dévier de, gén. ; <i>Pass.</i> dévier;<br /><b>2</b> égarer l’esprit, troubler la raison, acc. ; <i>Pass.</i> avoir l’esprit égaré ; avec le gén. : γνώμης ἀγαθῆς EUR être hors de son droit sens.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[πλάζω]].
}}
}}