Anonymous

παλίσσυτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰλίσσυτος''': -ον, ([[σεύω]], [[ἔσσυμαι]]) ὁ [[κατεσπευσμένως]] ὁρμῶν εἰς τὰ [[ὀπίσω]], [[δρόμημα]] π., κατεσπευσμένη [[φυγή]], Σοφ. Ο. Τ. 193· παλ. στείχειν Εὐρ. Ἱκέτ. 388· ὁρμᾶν Πολύβ. 15. 12, 2.
|lstext='''πᾰλίσσυτος''': -ον, ([[σεύω]], [[ἔσσυμαι]]) ὁ [[κατεσπευσμένως]] ὁρμῶν εἰς τὰ [[ὀπίσω]], [[δρόμημα]] π., κατεσπευσμένη [[φυγή]], Σοφ. Ο. Τ. 193· παλ. στείχειν Εὐρ. Ἱκέτ. 388· ὁρμᾶν Πολύβ. 15. 12, 2.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui se précipite en arrière.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[σεύω]].
}}
}}