Anonymous

παράζυξ: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_22)
(Bailly1_4)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''παράζυξ''': -ῠγος, ὁ, ἡ, ὁ παρεζευγμένος, πλησίον ἐζευγμένος· μεταφορ., παράζυγες, οἱ, ὑπεράριθμοι, περιττοί, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 6, 11· οὕτω παρὰ Πλάτ. ἐπίγονοι: - πρβλ. [[περίζυξ]].
|lstext='''παράζυξ''': -ῠγος, ὁ, ἡ, ὁ παρεζευγμένος, πλησίον ἐζευγμένος· μεταφορ., παράζυγες, οἱ, ὑπεράριθμοι, περιττοί, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 6, 11· οὕτω παρὰ Πλάτ. ἐπίγονοι: - πρβλ. [[περίζυξ]].
}}
{{bailly
|btext=υγος (ὁ, ἡ)<br />attaché auprès ; accessoire, qui compte pour peu ; [[οἱ]] παράζυγες ARSTT les prolétaires.<br />'''Étymologie:''' [[παραζεύγνυμι]].
}}
}}