Anonymous

πάθη: Difference between revisions

From LSJ
345 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πάθη''': [ᾰ], ἡ, παθητικὴ [[κατάστασις]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[πρᾶξις]], Πλάτ. Νόμ. 903Β· τὰς [[ἐκεῖ]].. πάθας, τὰ [[ἐκεῖ]] συμβάντα, Σοφ. Αἴ. 295· πᾶσαν τὴν [[ἑωυτοῦ]] π., πάντα τὰ εἰς αὐτὸν συμβάντα, Ἡρόδ. 1. 122. 2) [[πάθημα]] [[συμφορά]], Πινδ. Π. 3. 73, 171, Ἱππ. κεφ. Τρωμ. 905, Σοφ. Ο. Κ. 7, κτλ.· ἡ π. τῶν ὀφθαλμῶν, [[τυφλότης]], Ἡρόδ. 2. 111· ἡ τοῦ πνίγους π., [[ἀσφυξία]], Πλάτ. Φίληβ. 32Α· ἐν τῷ πληθ., Ἡρόδ. 1. 123., 3. 40.
|lstext='''πάθη''': [ᾰ], ἡ, παθητικὴ [[κατάστασις]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[πρᾶξις]], Πλάτ. Νόμ. 903Β· τὰς [[ἐκεῖ]].. πάθας, τὰ [[ἐκεῖ]] συμβάντα, Σοφ. Αἴ. 295· πᾶσαν τὴν [[ἑωυτοῦ]] π., πάντα τὰ εἰς αὐτὸν συμβάντα, Ἡρόδ. 1. 122. 2) [[πάθημα]] [[συμφορά]], Πινδ. Π. 3. 73, 171, Ἱππ. κεφ. Τρωμ. 905, Σοφ. Ο. Κ. 7, κτλ.· ἡ π. τῶν ὀφθαλμῶν, [[τυφλότης]], Ἡρόδ. 2. 111· ἡ τοῦ πνίγους π., [[ἀσφυξία]], Πλάτ. Φίληβ. 32Α· ἐν τῷ πληθ., Ἡρόδ. 1. 123., 3. 40.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ης (ἡ) :<br /><b>I.</b> état passif ; ce qui arrive à quelqu’un;<br /><b>II.</b> souffrance :<br /><b>1</b> <i>au phys.</i> mal, maladie;<br /><b>2</b> <i>au mor.</i> douleur, affliction.<br />'''Étymologie:''' [[πάθος]].<br /><span class="bld">2</span><i>pl. de</i> [[πάθος]].
}}
}}