Anonymous

ὀπιθόμβροτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_18)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀπῐθόμβροτος''': -ον, ποιητ. ἀντὶ ὀπισθόμβροτος, ὁ ἀκολουθῶν θνητόν, ὀπ. [[αὔχημα]], ἡ [[δόξα]] ἥτις ζῇ [[μετὰ]] θάνατον, Πινδ. Π. 1. 179.
|lstext='''ὀπῐθόμβροτος''': -ον, ποιητ. ἀντὶ ὀπισθόμβροτος, ὁ ἀκολουθῶν θνητόν, ὀπ. [[αὔχημα]], ἡ [[δόξα]] ἥτις ζῇ [[μετὰ]] θάνατον, Πινδ. Π. 1. 179.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui survit aux mortels.<br />'''Étymologie:''' [[ὄπιθε]], [[βροτός]].
}}
}}