Anonymous

παρθένος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_23)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρθένος''': Λακων. [[παρσένος]] (Ἀριστοφ. Λυσ. 1263-72), ἡ, ὡς καὶ νῦν, [[κόρη]] [[ἄγαμος]], κοινῶς «παρθένα», Ὅμ., κλ.˙ [[ὡσαύτως]] γυνὴ [[παρθένος]] Ἡσ. Θ. 514˙ π. κόρα, ἐπὶ τῆς Σφιγγός, Εὐρ. Φοίν. 1730˙ π. [[θυγάτηρ]] Ξεν. Κύρ. 4. 6, 9˙- [[καθόλου]], [[κοράσιον]] ([[μήπω]] εἰς γάμον ἐλθόν), Ἰλ. Β. 514, Σοφ. Τρ. 1219, Ἀριστοφ. Νεφ. 530˙ ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[γυνή]], Σοφ. Τρ. 148, Θεόκρ. 27. 64˙ αἱ ἄθλιαι π. ἐμαί, τὰ δυστυχῆ μου κοράσια, Σοφ. Ο. Τ. 1462˙ ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], ἐπὶ γυναικῶν [[καθόλου]], ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 1219, πρβλ. 1275˙ ἐπὶ τῆς Περσεφόνης, ὡς τὸ κόρα, Εὐριπ. Ἑλ. 1342, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 943˙- ἐν τῇ Λατ. virgo καὶ puella. 2) Παρθένος, ὡς [[ὄνομα]] τῆς Ἀθηνᾶς ἐν Ἀθήναις, Παυσ. 5. 11, 10., 10. 34, 8˙ ([[ἐντεῦθεν]], [[νόμισμα]] Ἀθηναϊκὸν ἔχον [[τύπωμα]] κεφαλὴν Ἀθηνᾶς, «φιλοῦσι δὲ (δηλ. αἱ ἐν Κορίνθῳ ἑταιρίδες) τὰς ἐξ Ἀθηνῶν παρθένους, [[ὅταν]] φέρῃς πολλάς» [[Πολυδ]]. Ι´, 75), πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2661b ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Εὐριπ. Ἱππ. 17˙ ἐπὶ τῆς ἐν Ταύροις Ἰφιγενείας, Ἡρόδ. 4. 103˙ αἱ ἱεραὶ π., ἐπὶ τῶν Ἑστιάδων παρθένων ἐν Ρώμῃ, Διον. Ἁλ. 1. 69, Πλούτ., κτλ.˙ [[ὡσαύτως]], αἱ Ἑστιάδες π. Πλουτ. Κικ. 19˙ καὶ [[ἁπλῶς]], αἱ π., Διον. Ἁλ. 2. 66. 3) ὁ ἀστερισμὸς τῆς Παρθένου, Ἄρατ. 97. κτλ. 4)= [[κόρη]] ΙΙΙ, ἡ [[κόρη]] τοῦ ὀφθαλμοῦ, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 7. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., [[παρθενικός]], [[ἁγνός]], παρθένον ψυχὴν ἔχων Εὐριπ. Ἱππ. 1006˙ μίτρη π. Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 319˙ μεταφορ., π. πηγὴ Αἰσχύλου Πέρσ. 613, πρβλ. [[παρθένιος]] ΙΙ˙ ὦ παρθένοι= ὦ παρθένιοι τριήρεις, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1302. ΙΙΙ. ὡς ἀρσ. [[παρθένος]], ὁ, ἀνὴρ [[ἄγαμος]], Ἀποκάλ. ιδ´, 4, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 8784b, Ἰακωψίου Ἀνθολ. Π. ἐν τῷ Πίνακι. (Ἡ [[ῥίζα]] [[ἄγνωστος]]).- Ἐκκλ., ἐπὶ τῆς Ἐκκλησίας, Ἰγνάτ. 717Β, Πολύκαρπ. 1009C, Τατιαν. 862C, 873C τὸ [[τάγμα]] τῶν παρθένων Μεθόδ. 129Β, Ἀθαν. Ι, 232Β, ΙΙ, 921Β, 953Β, κτλ.˙- ἡ [[παρθένος]], ἐπὶ τῆς Παρθένου Μαρίας, Κλήμ. Ἀλ. Ι, 300Β, 1205Α, Ἱππόλ. 624Α, Ὠριγέν. Ι, 668Β, IV, 784Β, Μεθόδ. 349Β, Εὐσ. VI, 833C, Κύριλλ. Ἱερ. 465Β, κλ.
|lstext='''παρθένος''': Λακων. [[παρσένος]] (Ἀριστοφ. Λυσ. 1263-72), ἡ, ὡς καὶ νῦν, [[κόρη]] [[ἄγαμος]], κοινῶς «παρθένα», Ὅμ., κλ.˙ [[ὡσαύτως]] γυνὴ [[παρθένος]] Ἡσ. Θ. 514˙ π. κόρα, ἐπὶ τῆς Σφιγγός, Εὐρ. Φοίν. 1730˙ π. [[θυγάτηρ]] Ξεν. Κύρ. 4. 6, 9˙- [[καθόλου]], [[κοράσιον]] ([[μήπω]] εἰς γάμον ἐλθόν), Ἰλ. Β. 514, Σοφ. Τρ. 1219, Ἀριστοφ. Νεφ. 530˙ ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[γυνή]], Σοφ. Τρ. 148, Θεόκρ. 27. 64˙ αἱ ἄθλιαι π. ἐμαί, τὰ δυστυχῆ μου κοράσια, Σοφ. Ο. Τ. 1462˙ ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], ἐπὶ γυναικῶν [[καθόλου]], ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 1219, πρβλ. 1275˙ ἐπὶ τῆς Περσεφόνης, ὡς τὸ κόρα, Εὐριπ. Ἑλ. 1342, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 943˙- ἐν τῇ Λατ. virgo καὶ puella. 2) Παρθένος, ὡς [[ὄνομα]] τῆς Ἀθηνᾶς ἐν Ἀθήναις, Παυσ. 5. 11, 10., 10. 34, 8˙ ([[ἐντεῦθεν]], [[νόμισμα]] Ἀθηναϊκὸν ἔχον [[τύπωμα]] κεφαλὴν Ἀθηνᾶς, «φιλοῦσι δὲ (δηλ. αἱ ἐν Κορίνθῳ ἑταιρίδες) τὰς ἐξ Ἀθηνῶν παρθένους, [[ὅταν]] φέρῃς πολλάς» [[Πολυδ]]. Ι´, 75), πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2661b ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Εὐριπ. Ἱππ. 17˙ ἐπὶ τῆς ἐν Ταύροις Ἰφιγενείας, Ἡρόδ. 4. 103˙ αἱ ἱεραὶ π., ἐπὶ τῶν Ἑστιάδων παρθένων ἐν Ρώμῃ, Διον. Ἁλ. 1. 69, Πλούτ., κτλ.˙ [[ὡσαύτως]], αἱ Ἑστιάδες π. Πλουτ. Κικ. 19˙ καὶ [[ἁπλῶς]], αἱ π., Διον. Ἁλ. 2. 66. 3) ὁ ἀστερισμὸς τῆς Παρθένου, Ἄρατ. 97. κτλ. 4)= [[κόρη]] ΙΙΙ, ἡ [[κόρη]] τοῦ ὀφθαλμοῦ, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 7. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., [[παρθενικός]], [[ἁγνός]], παρθένον ψυχὴν ἔχων Εὐριπ. Ἱππ. 1006˙ μίτρη π. Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 319˙ μεταφορ., π. πηγὴ Αἰσχύλου Πέρσ. 613, πρβλ. [[παρθένιος]] ΙΙ˙ ὦ παρθένοι= ὦ παρθένιοι τριήρεις, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1302. ΙΙΙ. ὡς ἀρσ. [[παρθένος]], ὁ, ἀνὴρ [[ἄγαμος]], Ἀποκάλ. ιδ´, 4, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 8784b, Ἰακωψίου Ἀνθολ. Π. ἐν τῷ Πίνακι. (Ἡ [[ῥίζα]] [[ἄγνωστος]]).- Ἐκκλ., ἐπὶ τῆς Ἐκκλησίας, Ἰγνάτ. 717Β, Πολύκαρπ. 1009C, Τατιαν. 862C, 873C τὸ [[τάγμα]] τῶν παρθένων Μεθόδ. 129Β, Ἀθαν. Ι, 232Β, ΙΙ, 921Β, 953Β, κτλ.˙- ἡ [[παρθένος]], ἐπὶ τῆς Παρθένου Μαρίας, Κλήμ. Ἀλ. Ι, 300Β, 1205Α, Ἱππόλ. 624Α, Ὠριγέν. Ι, 668Β, IV, 784Β, Μεθόδ. 349Β, Εὐσ. VI, 833C, Κύριλλ. Ἱερ. 465Β, κλ.
}}
{{bailly
|btext=ου (ἡ) :<br /><b>I.</b> vierge, <i>particul.</i><br /><b>1</b> jeune fille;<br /><b>2</b> <i>en gén.</i> fille non mariée;<br /><b>3</b> jeune femme non mariée;<br /><b>4</b> qui est comme une jeune fille, vierge, pur, intact <i>en parl. de choses</i>;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i> la statue d’Athéna, à Athènes.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. énigmatique, car il n’y a pas de mot i.-e. de la vierge ; il y a bien entendu des théories pélasgiques, en évoquant [[πόρτις]].
}}
}}