Anonymous

παραδρομή: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραδρομή''': ἡ, τὸ τρέχειν πλησίον ἢ παραπλεύρως, κολάκων, π., [[σμῆνος]] κολάκων τρεχόντων πλησίον τινός, [[Ποσειδώνιος]] παρ’ Ἀθην. 542Β. ΙΙ. τὸ παρατρέχειν, Πλουτ Ἀλέξ. 17· ἐν παραδρομῇ ποιεῖσθαι τὸν λόγον, ἐν παρόδῳ, Λατ. obiter, Ἀριστ. Πολιτ. 7. 17, 12· κατὰ παραδρομὴν Κλήμ. Ἀλ. 55· [[οὕτως]], ἐκ παραδρομῆς Πολύβ. 22. 17, 2. 2) [[παρέλευσις]], [[μετὰ]] π. ἐνιαυτοῦ Ἄννα Κομν. 2. σ. 121.
|lstext='''παραδρομή''': ἡ, τὸ τρέχειν πλησίον ἢ παραπλεύρως, κολάκων, π., [[σμῆνος]] κολάκων τρεχόντων πλησίον τινός, [[Ποσειδώνιος]] παρ’ Ἀθην. 542Β. ΙΙ. τὸ παρατρέχειν, Πλουτ Ἀλέξ. 17· ἐν παραδρομῇ ποιεῖσθαι τὸν λόγον, ἐν παρόδῳ, Λατ. obiter, Ἀριστ. Πολιτ. 7. 17, 12· κατὰ παραδρομὴν Κλήμ. Ἀλ. 55· [[οὕτως]], ἐκ παραδρομῆς Πολύβ. 22. 17, 2. 2) [[παρέλευσις]], [[μετὰ]] π. ἐνιαυτοῦ Ἄννα Κομν. 2. σ. 121.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />course à travers <i>ou</i> au delà ; cours du temps.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[δραμεῖν]].
}}
}}