3,274,919
edits
(6_5) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρακτάομαι''': ἀποθ., κτῶμαι ἐπί πλέον, προστῶμαι, τοῖσι δὲ παρακτωμένοι ξεινικοὺς νόμους τοιαῦτα ἐπιτίμια διδοῦσι Ἡρόδ. 4. 80. | |lstext='''παρακτάομαι''': ἀποθ., κτῶμαι ἐπί πλέον, προστῶμαι, τοῖσι δὲ παρακτωμένοι ξεινικοὺς νόμους τοιαῦτα ἐπιτίμια διδοῦσι Ἡρόδ. 4. 80. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶμαι;<br />acquérir auprès <i>ou</i> en outre ; <i>au pf.</i> avoir acquis ; posséder auprès <i>ou</i> en outre, acc..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[κτάομαι]]. | |||
}} | }} |