3,277,797
edits
(6_2) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παροδεύω''': [[παρέρχομαι]], ὁδοιπόρε, μὴ παροδεύσῃς, ἀλλὰ στὰς τόδε λέξον, ἀνηλεᾶ εἶχεν ἑταῖρον Θεόκρ. 23. 47. 2) μετ’ αἰτ., περνῶ πλησίον ἡλίου τὸν λέοντα παροδεύοντος Πλούτ. 2. 670C, Λουκ. Νιγρ. 36, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 810. 11. - Παθ., παροδεύεται [[πολλάκις]] Πλούτ. 2. 759Ε, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 10, 2. | |lstext='''παροδεύω''': [[παρέρχομαι]], ὁδοιπόρε, μὴ παροδεύσῃς, ἀλλὰ στὰς τόδε λέξον, ἀνηλεᾶ εἶχεν ἑταῖρον Θεόκρ. 23. 47. 2) μετ’ αἰτ., περνῶ πλησίον ἡλίου τὸν λέοντα παροδεύοντος Πλούτ. 2. 670C, Λουκ. Νιγρ. 36, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 810. 11. - Παθ., παροδεύεται [[πολλάκις]] Πλούτ. 2. 759Ε, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 10, 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> passer auprès;<br /><b>2</b> aller au delà de, dépasser, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πάροδος]]. | |||
}} | }} |