Anonymous

πάταγος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πάταγος''': ὁ, [[κρότος]] τραχὺς καὶ [[ἰσχυρός]], [[οἷον]] ὁ τῶν πιπτόντων δένδρων, π. δέ τε ἀγνυμενάων (ἐξυπακ. γίγνεται) Ἰλ. Π. 769· π. δέ τε γίγνετ’ ὀδόντων, [[κρότος]] τῶν ὀδόντων συγκρουομένων, Ν. 283· ὁ [[κρότος]] σώματος πίπτοντος εἰς τὸ [[ὕδωρ]], ἐν δ’ ἔπεσον μεγάλῳ πατ. Χ. 9, πρβλ. Πινδ. Π. 1. 46· ὁ [[κρότος]] ὁ ἰσχυρὸς τῆς βροντῆς, Ἀριστοφ. Νεφ. 382, πρβλ. Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 17· π. ἀνέμων Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 16· ― ἀλλ’ [[οὐδέποτε]] ἐπὶ τῆς ἀνθρωπίνης φωνῆς, [[ὥστε]] τὸ παρ’ Ἡροδ. 3. 79, βοῇ καὶ πατάγῳ χρεόμενοι σημαίνει, [[μετὰ]] μεγάλων φωνῶν καὶ κρότου (πιθαν. τῶν ὅπλων), πρβλ. 7. 211., 8. 37· οὕτω, π. δορὸς Αἰσχύλ. Θήβ. 104· τόξων Σοφ. Τρ. 517· ἀσπίδων Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 832, Ἀριστοφ. Ἀχ. 539· [[ὡσαύτως]], π. [[χύτρειος]] ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 329. Λέξ. κατ’ ὀνοματοπ., πρβλ. [[πατάσσω]], [[πλαταγών]], [[πλαταγέω]]).
|lstext='''πάταγος''': ὁ, [[κρότος]] τραχὺς καὶ [[ἰσχυρός]], [[οἷον]] ὁ τῶν πιπτόντων δένδρων, π. δέ τε ἀγνυμενάων (ἐξυπακ. γίγνεται) Ἰλ. Π. 769· π. δέ τε γίγνετ’ ὀδόντων, [[κρότος]] τῶν ὀδόντων συγκρουομένων, Ν. 283· ὁ [[κρότος]] σώματος πίπτοντος εἰς τὸ [[ὕδωρ]], ἐν δ’ ἔπεσον μεγάλῳ πατ. Χ. 9, πρβλ. Πινδ. Π. 1. 46· ὁ [[κρότος]] ὁ ἰσχυρὸς τῆς βροντῆς, Ἀριστοφ. Νεφ. 382, πρβλ. Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 17· π. ἀνέμων Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 16· ― ἀλλ’ [[οὐδέποτε]] ἐπὶ τῆς ἀνθρωπίνης φωνῆς, [[ὥστε]] τὸ παρ’ Ἡροδ. 3. 79, βοῇ καὶ πατάγῳ χρεόμενοι σημαίνει, [[μετὰ]] μεγάλων φωνῶν καὶ κρότου (πιθαν. τῶν ὅπλων), πρβλ. 7. 211., 8. 37· οὕτω, π. δορὸς Αἰσχύλ. Θήβ. 104· τόξων Σοφ. Τρ. 517· ἀσπίδων Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 832, Ἀριστοφ. Ἀχ. 539· [[ὡσαύτως]], π. [[χύτρειος]] ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 329. Λέξ. κατ’ ὀνοματοπ., πρβλ. [[πατάσσω]], [[πλαταγών]], [[πλαταγέω]]).
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> bruit de deux corps qui s’entrechoquent ; claquement de dents, clapotement de l’eau par suite de la chute d’un corps pesant;<br /><b>2</b> grand bruit, fracas <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' R. Πατ, frapper, heurter ; cf. [[πταίω]], v. [[πατάσσω]], [[παταγέω]].
}}
}}