3,273,773
edits
(6_4) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παστάς''': -άδος, ἡ, [[εἶδος]] προπυλαίου ἢ προστῴου [[ἔμπροσθεν]] τοῦ οἴκου, ὡς τὸ τοῦ Ὁμ. [[αἴθουσα]], ἐκ λίθου [[μετὰ]] κιόνων, Ἡρόδ. 2. 148, 169· [[ὕστερον]] = [[στοά]], Λατ. porticus, περίστυλον, οἷα τὰ περὶ τοὺς ναούς, Ξεν. Ἀπομν. 3. 8, 9, Ἱέρων 11. 2 ([[ἔνθα]] ἡ κοινὴ γραφὴ παραστάσι, ὡς ἐν Ἀνθ. Π. 9.245 [[ἐναντίον]] τοῦ μέτρου)· τὰς δὲ παστάδας κοινὰς [[εἶμεν]] πάντεσσι, ἐν Δελφοῖς, Συλλ. Ἐπιγρ. 1688. 22· - παρὰ Διον. Ἀλ. 3. 21, ἰσοδυναμεῖ τῷ παρὰ Ρωμαίοις basilica. 2) τὸ [[μέρος]] τοῦ οἴκου τὸ [[μετὰ]] τὸ προπύλαιον, ἡ [[αὐλή]], Λατ. vestibulum, ὡς τὸ παρ’ Ὁμ. [[πρόδομος]], Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 789, Ἀνθ. Π. 6. 172. ΙΙ. ὡς τὸ [[θάλαμος]], ἐσωτερικὸν [[δωμάτιον]], [[γυναικών]], νυμφικὸς [[θάλαμος]] (νυμφὼν Ἡσύχ., πρβλ. Ἀνθ. Π. παράρτ. 248), ἀκτέριστον ἀμφὶ παστάδα, περὶ τοῦ τύμβου εἰς ὃν ζῶσαν καθεῖρξεν ὁ Κρέων τὴν Ἀντιγόνην, Σοφ. Ἀντ. 1207· κεδρωτὰ παστάδων τέρεμνα Εὐρ. Ὀρ. 1371· οὕτω, Θεόκρ. 24. 46, Ἀνθ. Π. 9. 245. (Ἡ [[σημασία]] Ι [[εἶναι]] κατὰ πολὺ ὁμοία τῇ τοῦ [[παραστάς]], καὶ διὰ τοῦτο αἱ δύο λέξεις [[συχν]]. ἐναλλάσσονται ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις· ἀλλ’ ἡ [[σημασία]] ΙΙ ἀναφέρεται ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ. εἰς τὸ [[πάσσω]], καὶ ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ [[οἶκος]] γεγραμμένος· [[ὅπερ]] καὶ ἐπιβεβαιοῦται διὰ τοῦ τύπου [[παστός]], ὁ. | |lstext='''παστάς''': -άδος, ἡ, [[εἶδος]] προπυλαίου ἢ προστῴου [[ἔμπροσθεν]] τοῦ οἴκου, ὡς τὸ τοῦ Ὁμ. [[αἴθουσα]], ἐκ λίθου [[μετὰ]] κιόνων, Ἡρόδ. 2. 148, 169· [[ὕστερον]] = [[στοά]], Λατ. porticus, περίστυλον, οἷα τὰ περὶ τοὺς ναούς, Ξεν. Ἀπομν. 3. 8, 9, Ἱέρων 11. 2 ([[ἔνθα]] ἡ κοινὴ γραφὴ παραστάσι, ὡς ἐν Ἀνθ. Π. 9.245 [[ἐναντίον]] τοῦ μέτρου)· τὰς δὲ παστάδας κοινὰς [[εἶμεν]] πάντεσσι, ἐν Δελφοῖς, Συλλ. Ἐπιγρ. 1688. 22· - παρὰ Διον. Ἀλ. 3. 21, ἰσοδυναμεῖ τῷ παρὰ Ρωμαίοις basilica. 2) τὸ [[μέρος]] τοῦ οἴκου τὸ [[μετὰ]] τὸ προπύλαιον, ἡ [[αὐλή]], Λατ. vestibulum, ὡς τὸ παρ’ Ὁμ. [[πρόδομος]], Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 789, Ἀνθ. Π. 6. 172. ΙΙ. ὡς τὸ [[θάλαμος]], ἐσωτερικὸν [[δωμάτιον]], [[γυναικών]], νυμφικὸς [[θάλαμος]] (νυμφὼν Ἡσύχ., πρβλ. Ἀνθ. Π. παράρτ. 248), ἀκτέριστον ἀμφὶ παστάδα, περὶ τοῦ τύμβου εἰς ὃν ζῶσαν καθεῖρξεν ὁ Κρέων τὴν Ἀντιγόνην, Σοφ. Ἀντ. 1207· κεδρωτὰ παστάδων τέρεμνα Εὐρ. Ὀρ. 1371· οὕτω, Θεόκρ. 24. 46, Ἀνθ. Π. 9. 245. (Ἡ [[σημασία]] Ι [[εἶναι]] κατὰ πολὺ ὁμοία τῇ τοῦ [[παραστάς]], καὶ διὰ τοῦτο αἱ δύο λέξεις [[συχν]]. ἐναλλάσσονται ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις· ἀλλ’ ἡ [[σημασία]] ΙΙ ἀναφέρεται ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ. εἰς τὸ [[πάσσω]], καὶ ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ [[οἶκος]] γεγραμμένος· [[ὅπερ]] καὶ ἐπιβεβαιοῦται διὰ τοῦ τύπου [[παστός]], ὁ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=άδος (ἡ) :<br /><i>propr.</i> salle ornée de mosaïque <i>ou p.-ê.</i> de tapisseries, <i>d’où</i><br /><b>1</b> chambre nuptiale;<br /><b>2</b> portique <i>ou</i> vestibule ; portique <i>ou</i> galerie autour d’un temple.<br />'''Étymologie:''' [[παστός]]. | |||
}} | }} |