Anonymous

ὁριστικός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁριστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν ὁρισμόν, [[λόγος]] Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 2, 1, κ. ἀλλ.˙ [[δύναμις]] Πλούτ. 2. 1026C. ΙΙ. ἡ ὁριστικὴ (δηλ. [[ἔγκλισις]]), modus indicativus, Γραμμ.˙ - Ἐπιρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. 88.
|lstext='''ὁριστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν ὁρισμόν, [[λόγος]] Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 2, 1, κ. ἀλλ.˙ [[δύναμις]] Πλούτ. 2. 1026C. ΙΙ. ἡ ὁριστικὴ (δηλ. [[ἔγκλισις]]), modus indicativus, Γραμμ.˙ - Ἐπιρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. 88.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui sert à délimiter, à définir ; <i>t. de gramm.</i> défini ; ἡ ὁριστική [[ἔγκλισις]] <i>t. de gramm.</i> l’indicatif.<br />'''Étymologie:''' [[ὁρίζω]].
}}
}}