Anonymous

παραπλέκω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_13a)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραπλέκω''': μέλλ. -ξω, [[ἐμπλέκω]], [[ἐνυφαίνω]], Ἱππ. 345. 36· μύθους Στράβ. 43· - Παθητ., ἐνυφαίνομαι, τῇ δραματουργίᾳ τοῦτο παραπέπλεκται ὁ αὐτ. 33, πρβλ. Πλούτ. 2. 951D. II. σγουρώνω ἢ [[ἀναπλέκω]] τὴν κόμην κατὰ [[μῆκος]] τοῦ μετώπου, τὰς τρίχας [[Πολυδ]]. Β΄, 35· π. ἑαυτόν, κοσμεῖν ἑαυτὸν διὰ πλοκῆς τῆς [[κόμης]], Πλούτ. 2. 785Ε· οὕτω μέσ. παραπλέκεσθαι, Αἰλ. π. Ζ. 16. 11, [[Πολυδ]]. ἔνθ’ ἀνωτ.
|lstext='''παραπλέκω''': μέλλ. -ξω, [[ἐμπλέκω]], [[ἐνυφαίνω]], Ἱππ. 345. 36· μύθους Στράβ. 43· - Παθητ., ἐνυφαίνομαι, τῇ δραματουργίᾳ τοῦτο παραπέπλεκται ὁ αὐτ. 33, πρβλ. Πλούτ. 2. 951D. II. σγουρώνω ἢ [[ἀναπλέκω]] τὴν κόμην κατὰ [[μῆκος]] τοῦ μετώπου, τὰς τρίχας [[Πολυδ]]. Β΄, 35· π. ἑαυτόν, κοσμεῖν ἑαυτὸν διὰ πλοκῆς τῆς [[κόμης]], Πλούτ. 2. 785Ε· οὕτω μέσ. παραπλέκεσθαι, Αἰλ. π. Ζ. 16. 11, [[Πολυδ]]. ἔνθ’ ἀνωτ.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> tresser le long de, <i>particul.</i> tresser les cheveux le long de la tête : ἑαυτόν PLUT se faire des boucles;<br /><b>2</b> tisser avec, <i>fig.</i> insérer dans;<br /><i><b>Moy.</b></i> παραπλέκομαι se faire des boucles.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[πλέκω]].
}}
}}