3,277,649
edits
(6_19) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πέδον''': -ου, τό, (ἴδε ποὺς) τὸ [[ἔδαφος]], ἡ γῆ, πρῶτον ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 455 ([[πέδονδε]] [[ὅμως]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ.)· ἀκολούθως [[συχν]]. παρὰ Πινδ. καὶ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς, ἀνθ’ οὗ παρὰ πεζογράφοις κεῖται [[πεδίον]], καὶ ὁ [[μόνος]] ἐν χρήσει [[τύπος]] ἐν τῷ πληθ., ἴδε Elmsl. εἰς Εὐρ. Βάκχ. 585· χθονὸς π. Αἰσχύλ. Πρ. 1· κελεύθου στρωννύναι ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 909. 2) περὶ ἰδιαιτέρας τινὸς πεδιάδος (πρβλ. [[πεδίον]] Ι. 2), Κρισαῖον [[πέδον]], παρὰ τοὺς Δελφούς, Σοφ. Ἠλ. 730· καλούμενον Λοξίου π. ὑπὸ τοῦ Αἰσχύλ. ἐν Χο. 1036· ἐπὶ τῆς πεδιάδος τῆς Ἀττικῆς, Παλλάδος κλεινὸν π. Ἀριστοφ. Πλ. 772· ἁγνὸν ἐς Θήβης π. Εὔβουλος ἐν «Ἀντιόπῃ» 2, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν «Μυσοῖς» 1· καὶ [[πέδον]] [[μετὰ]] γεν. τόπου [[συχν]]. εὕρηται ὡς [[περίφρασις]] [[αὐτοῦ]] τοῦ ὀνόματος τοῦ τόπου, Εὐρώπης π. Αἰσχύλ. Πρ. 734· Λήμνου Σοφ. Φιλ. 1464, κτλ. 3) [[μετὰ]] προθ., νεύειν ἐς π. Σοφ. Ἀντ. 441· πρὸς πέδῳ βαλεῖν, κεῖσθαι Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 182, Σοφ. Ο. Τ. 180 - ἀκολούθως μόνον πέδῳ, πεσόντος αἵματος πέδῳ, κατὰ γῆς, εἰς τὸ [[ἔδαφος]], Αἰσχύλ. Χο. 48 (πρβλ. Εὐμ. 263. 479), Σοφ. Ἠλ. 747· οὕτω, ῥίπτειν πέδῳ Εὐρ. Ι. Α. 39, πρβλ. Ὀρ. 1433, 1439· ἀλλὰ πιθαν. διορθωτέον [[πέδοι]] ἀντὶ πέδῳ ἐν πᾶσι τούτοις τοῖς χωρίοις ὡς καὶ ἀντὶ τοῦ [[πέδον]] ἐν ταῖς φράσεσι, [[πέδον]] πατεῖν, [[πέδον]] πατεῖσθαι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1357, Χο. 643· ἴδε Δινδ. εἰς Αἰσχύλ. Προμ. 749· - πρβλ. [[πεδόθεν]], [[πέδονδε]], [[πεδόσε]]. | |lstext='''πέδον''': -ου, τό, (ἴδε ποὺς) τὸ [[ἔδαφος]], ἡ γῆ, πρῶτον ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 455 ([[πέδονδε]] [[ὅμως]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ.)· ἀκολούθως [[συχν]]. παρὰ Πινδ. καὶ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς, ἀνθ’ οὗ παρὰ πεζογράφοις κεῖται [[πεδίον]], καὶ ὁ [[μόνος]] ἐν χρήσει [[τύπος]] ἐν τῷ πληθ., ἴδε Elmsl. εἰς Εὐρ. Βάκχ. 585· χθονὸς π. Αἰσχύλ. Πρ. 1· κελεύθου στρωννύναι ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 909. 2) περὶ ἰδιαιτέρας τινὸς πεδιάδος (πρβλ. [[πεδίον]] Ι. 2), Κρισαῖον [[πέδον]], παρὰ τοὺς Δελφούς, Σοφ. Ἠλ. 730· καλούμενον Λοξίου π. ὑπὸ τοῦ Αἰσχύλ. ἐν Χο. 1036· ἐπὶ τῆς πεδιάδος τῆς Ἀττικῆς, Παλλάδος κλεινὸν π. Ἀριστοφ. Πλ. 772· ἁγνὸν ἐς Θήβης π. Εὔβουλος ἐν «Ἀντιόπῃ» 2, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν «Μυσοῖς» 1· καὶ [[πέδον]] [[μετὰ]] γεν. τόπου [[συχν]]. εὕρηται ὡς [[περίφρασις]] [[αὐτοῦ]] τοῦ ὀνόματος τοῦ τόπου, Εὐρώπης π. Αἰσχύλ. Πρ. 734· Λήμνου Σοφ. Φιλ. 1464, κτλ. 3) [[μετὰ]] προθ., νεύειν ἐς π. Σοφ. Ἀντ. 441· πρὸς πέδῳ βαλεῖν, κεῖσθαι Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 182, Σοφ. Ο. Τ. 180 - ἀκολούθως μόνον πέδῳ, πεσόντος αἵματος πέδῳ, κατὰ γῆς, εἰς τὸ [[ἔδαφος]], Αἰσχύλ. Χο. 48 (πρβλ. Εὐμ. 263. 479), Σοφ. Ἠλ. 747· οὕτω, ῥίπτειν πέδῳ Εὐρ. Ι. Α. 39, πρβλ. Ὀρ. 1433, 1439· ἀλλὰ πιθαν. διορθωτέον [[πέδοι]] ἀντὶ πέδῳ ἐν πᾶσι τούτοις τοῖς χωρίοις ὡς καὶ ἀντὶ τοῦ [[πέδον]] ἐν ταῖς φράσεσι, [[πέδον]] πατεῖν, [[πέδον]] πατεῖσθαι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1357, Χο. 643· ἴδε Δινδ. εἰς Αἰσχύλ. Προμ. 749· - πρβλ. [[πεδόθεν]], [[πέδονδε]], [[πεδόσε]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br /><i>seul. sg.</i><br /><b>1</b> sol, terre : πρὸς πέδῳ κεῖσθαι SOPH être étendu à terre ; πεσόντος αἵματος πέδῳ ESCHL le sang étant tombé à terre ; ῥίπτειν πέδῳ EUR jeter à terre;<br /><b>2</b> terre, pays : Παλλάδος [[πέδον]] SOPH la plaine de Pallas, <i>càd</i> l’Attique ; Κρισαῖον [[πέδον]] SOPH <i>ou</i> Λοξίου [[πέδον]] ESCHL la plaine de Krisa <i>ou</i> d’Apollon Loxias, <i>càd</i> la plaine de Delphes ; contrée.<br />'''Étymologie:''' R. Πεδ, marcher ; cf. [[πούς]], th. ποδ-. | |||
}} | }} |