Anonymous

πάνυ: Difference between revisions

From LSJ
1,237 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πάνῠ''': [ᾰ], Ἐπίρρ., (πᾶς) πρῶτον παρ’ Ἀττ. καὶ τὸ πλεῖστον παρὰ πεζογράφοις: 1) [[μετὰ]] ῥημάτων, Αἰσχύλ. Χο. 861, Πέρσ. 926, κλ.· π. [[μανθάνω]], ἐντελῶς, Ἀριστοφ. Βάτρ. 65. 196· ὡς π. εἰδῆτε Ξεν. Ἀν. 5. 9, 31· μετ’ ἐπιθέτων, [[λίαν]], παραπολύ, [[πάνυ]] πολλοί, ὀλίγοι, [[μικρός]], [[μέγας]], Αἰσχύλου Ἀγ. 1456, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1134, Πλάτ., κτλ.· [[πάνυ]] [[πλούσιος]] Λυσίας 153. 18, κτλ.· [[συχνάκις]] ἐν ἀντιθετικαῖς προτάσεσιν, οὐ [[πονηρός]], ἀλλὰ καὶ π. χρηστὸς Δημ. 541. 19· (οὕτω, οὐκ ὀρθῶς, οὐδὲ δικαίως, ἀλλὰ καὶ π. αἰσχρῶς [[αὐτόθι]] 20)· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] τὸ ἐπίθ., ὀλίγοι π., [[σπάνιος]] π. Ξεν. Ἀν. 4. 7, 14., 1. 9, 27· καὶ κεχωρισμένον ἀπ’ [[αὐτοῦ]], ἐκτὸς π. τινῶν ὀλίγων Πλάτ. Πολ. 605C· παρὰ μεταγενεστ. [[μετὰ]] τοῦ ὑπερθ., π. φαυλότατος Σχόλ. εἰς Ἀριστοφάν. Βατρ. 1363, πρβλ. Ἀχ. 331, Ἀθήν. 22D· ὁ Dobree ἀναγινώσκει π. γάρ ἐστιν ὡρικά, ἀντὶ -ώτατα, παρὰ τῷ Κράτητι ἐν Ἀδήλ. 4· - μετ’ ἐπιρρημάτων, π. ταχὺ Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 36· ταχὺ π. Ἀριστοφ. Πλ. 57· π. [[σφόδρα]] [[αὐτόθι]] 25. 745· [[σφόδρα]] π. Αἰσχίν. 33. 4· π. πολὺ παρὰ πολύ, Πλάτ. Χαρμ. 157D, Ξενοφ., κτλ.· [[μόλις]] ἢ [[μόγις]] π. Πλάτ. Ἀπολ. 21Β· π. [[μόλις]] ἢ [[μόλις]] π. Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 4, Εὔβουλ. ἐν «Δόλωνι» 1· εὖ [[πάνυ]] λέγεις Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Ἡδυχάρει» 3, κλ.· ― οὕτω [[μετὰ]] ὀνομάτων ἐπὶ ἐπιρρηματικῆς σημασίας, π. σπουδῇ, [[λίαν]] [[ἐσπευσμένως]], Δημ. 488, ἐν τέλ.· σπουδῇ π. Θουκ. 8. 89· π. ἐν τῷ μεγίστῳ κινδύνῳ [[αὐτόθι]] 50· π. ἐξ εἰκότος λόγου Πλάτ. Εὐθύδημος 305Ε· ἐν ὀλίγῳ χρόνῳ π. ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Μείζονι 282Ε· π. παρὰ πολλοῖς ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 305C· ἀπὸ σμικροῦ π. Ἀριστοφ. Πλ. 377· ― [[μετὰ]] μετοχ., π. ἀδικῶν Θουκ. 3. 44. 2) ἐπιτεταμ., καὶ [[πάνυ]] ὁ αὐτ. 2. 11, Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 13. 3) οὐ [[πάνυ]], ὡς τὸ οὐ [[πάντως]], Λατ. omnino non, [[οὐδόλως]], Σοφ. Ο. Κ. 141, Ξεν. Ἀπομν. 2. 8, 5, κτλ.· π. οὐδὲ... Θουκ. 1. 3· οὐ π. τι Ξεν. Ἀν. 6. 1, 26, Πλάτ. Φαίδων 57Α, πρβλ. Πολ. 419Α, κτλ.· ἡ [[οὐσία]] οὐδὲ τριῶν ταλάντων π. τι ἦν Δημ. 1347. 14· οὐ π. [[εὐδαιμονικός]]..., ἔτι δ’ [[ἴσως]] ἧττον Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 1. 8, 16· ― [[πάνυ]] τι, σχεδὸν δὲν εὑρίσκεται [[ἄνευ]] ἀρνήσεως. 4) ἐν ἀποκρίσει χρησιμεύει ὡς ἰσχυρὸν βεβαιωτικὸν, [[μάλιστα]], ἀναμφιβόλως, βεβαιότατα, Ἀριστοφ. Πλ. 393· ἀλλὰ σπανίως [[ἄνευ]] τῆς προσθήκης μορίου τινός, [[οἷον]] [[πάνυ]] γε, [[αὐτόθι]] 97, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 170Ε, κτλ.· καὶ [[πάνυ]] γε ὁ αὐτ. ἐν Χαρμ. 154Ε· π. γε, [[ἀλλά]]..., πολὺ καλά, [[ἀλλά]]..., Δημ. 543. 8· οὕτω, [[πάνυ]] μὲν οὖν Ἀριστοφ. Πλ. 97, Πλάτ. Εὐθύφρων 13D, κ. ἀλλ.· ― [[πάνυ]] [[καλῶς]], ὡς τὸ Λατ. benigne, = ὄχι, εὐχαριστῶ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 512. ΙΙ. ὁ [[πάνυ]] ([[ἔνθα]] ἐξυπακούεται [[λέξις]] τις ὡς τὸ [[περιβόητος]] ἤ τι τοιοῦτον), οἱ [[πάνυ]] τῶν στρατιωτῶν Θουκ. 8. 1, πρβλ. 89· ὁ [[πάνυ]] Περικλῆς Ξεν. Ἀπομν. 3. 5. 1. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 179.
|lstext='''πάνῠ''': [ᾰ], Ἐπίρρ., (πᾶς) πρῶτον παρ’ Ἀττ. καὶ τὸ πλεῖστον παρὰ πεζογράφοις: 1) [[μετὰ]] ῥημάτων, Αἰσχύλ. Χο. 861, Πέρσ. 926, κλ.· π. [[μανθάνω]], ἐντελῶς, Ἀριστοφ. Βάτρ. 65. 196· ὡς π. εἰδῆτε Ξεν. Ἀν. 5. 9, 31· μετ’ ἐπιθέτων, [[λίαν]], παραπολύ, [[πάνυ]] πολλοί, ὀλίγοι, [[μικρός]], [[μέγας]], Αἰσχύλου Ἀγ. 1456, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1134, Πλάτ., κτλ.· [[πάνυ]] [[πλούσιος]] Λυσίας 153. 18, κτλ.· [[συχνάκις]] ἐν ἀντιθετικαῖς προτάσεσιν, οὐ [[πονηρός]], ἀλλὰ καὶ π. χρηστὸς Δημ. 541. 19· (οὕτω, οὐκ ὀρθῶς, οὐδὲ δικαίως, ἀλλὰ καὶ π. αἰσχρῶς [[αὐτόθι]] 20)· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] τὸ ἐπίθ., ὀλίγοι π., [[σπάνιος]] π. Ξεν. Ἀν. 4. 7, 14., 1. 9, 27· καὶ κεχωρισμένον ἀπ’ [[αὐτοῦ]], ἐκτὸς π. τινῶν ὀλίγων Πλάτ. Πολ. 605C· παρὰ μεταγενεστ. [[μετὰ]] τοῦ ὑπερθ., π. φαυλότατος Σχόλ. εἰς Ἀριστοφάν. Βατρ. 1363, πρβλ. Ἀχ. 331, Ἀθήν. 22D· ὁ Dobree ἀναγινώσκει π. γάρ ἐστιν ὡρικά, ἀντὶ -ώτατα, παρὰ τῷ Κράτητι ἐν Ἀδήλ. 4· - μετ’ ἐπιρρημάτων, π. ταχὺ Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 36· ταχὺ π. Ἀριστοφ. Πλ. 57· π. [[σφόδρα]] [[αὐτόθι]] 25. 745· [[σφόδρα]] π. Αἰσχίν. 33. 4· π. πολὺ παρὰ πολύ, Πλάτ. Χαρμ. 157D, Ξενοφ., κτλ.· [[μόλις]] ἢ [[μόγις]] π. Πλάτ. Ἀπολ. 21Β· π. [[μόλις]] ἢ [[μόλις]] π. Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 4, Εὔβουλ. ἐν «Δόλωνι» 1· εὖ [[πάνυ]] λέγεις Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Ἡδυχάρει» 3, κλ.· ― οὕτω [[μετὰ]] ὀνομάτων ἐπὶ ἐπιρρηματικῆς σημασίας, π. σπουδῇ, [[λίαν]] [[ἐσπευσμένως]], Δημ. 488, ἐν τέλ.· σπουδῇ π. Θουκ. 8. 89· π. ἐν τῷ μεγίστῳ κινδύνῳ [[αὐτόθι]] 50· π. ἐξ εἰκότος λόγου Πλάτ. Εὐθύδημος 305Ε· ἐν ὀλίγῳ χρόνῳ π. ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Μείζονι 282Ε· π. παρὰ πολλοῖς ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 305C· ἀπὸ σμικροῦ π. Ἀριστοφ. Πλ. 377· ― [[μετὰ]] μετοχ., π. ἀδικῶν Θουκ. 3. 44. 2) ἐπιτεταμ., καὶ [[πάνυ]] ὁ αὐτ. 2. 11, Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 13. 3) οὐ [[πάνυ]], ὡς τὸ οὐ [[πάντως]], Λατ. omnino non, [[οὐδόλως]], Σοφ. Ο. Κ. 141, Ξεν. Ἀπομν. 2. 8, 5, κτλ.· π. οὐδὲ... Θουκ. 1. 3· οὐ π. τι Ξεν. Ἀν. 6. 1, 26, Πλάτ. Φαίδων 57Α, πρβλ. Πολ. 419Α, κτλ.· ἡ [[οὐσία]] οὐδὲ τριῶν ταλάντων π. τι ἦν Δημ. 1347. 14· οὐ π. [[εὐδαιμονικός]]..., ἔτι δ’ [[ἴσως]] ἧττον Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 1. 8, 16· ― [[πάνυ]] τι, σχεδὸν δὲν εὑρίσκεται [[ἄνευ]] ἀρνήσεως. 4) ἐν ἀποκρίσει χρησιμεύει ὡς ἰσχυρὸν βεβαιωτικὸν, [[μάλιστα]], ἀναμφιβόλως, βεβαιότατα, Ἀριστοφ. Πλ. 393· ἀλλὰ σπανίως [[ἄνευ]] τῆς προσθήκης μορίου τινός, [[οἷον]] [[πάνυ]] γε, [[αὐτόθι]] 97, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 170Ε, κτλ.· καὶ [[πάνυ]] γε ὁ αὐτ. ἐν Χαρμ. 154Ε· π. γε, [[ἀλλά]]..., πολὺ καλά, [[ἀλλά]]..., Δημ. 543. 8· οὕτω, [[πάνυ]] μὲν οὖν Ἀριστοφ. Πλ. 97, Πλάτ. Εὐθύφρων 13D, κ. ἀλλ.· ― [[πάνυ]] [[καλῶς]], ὡς τὸ Λατ. benigne, = ὄχι, εὐχαριστῶ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 512. ΙΙ. ὁ [[πάνυ]] ([[ἔνθα]] ἐξυπακούεται [[λέξις]] τις ὡς τὸ [[περιβόητος]] ἤ τι τοιοῦτον), οἱ [[πάνυ]] τῶν στρατιωτῶν Θουκ. 8. 1, πρβλ. 89· ὁ [[πάνυ]] Περικλῆς Ξεν. Ἀπομν. 3. 5. 1. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 179.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />tout à fait, très fort :<br /><b>1</b> <i>en gén.</i> avec un verbe : [[ὡς]] [[πάνυ]] εἰδῆτε XÉN afin que vous le sachiez bien ; avec un adj. ὀλίγοι [[πάνυ]] XÉN, [[πάνυ]] ὀλίγοι XÉN très peu nombreux ; avec un adv. : [[πάνυ]] [[ῥᾳδίως]] XÉN très facilement ; [[πάνυ]] [[πολλάκις]] PLUT très souvent;<br /><b>2</b> <i>dans les réponses pour affirmer fortement</i> oui certes, sans doute, très certainement ; [[πάνυ]] μὲν [[οὖν]] XÉN <i>m. sign.</i><br /><b>3</b> <i>renforcé par une particule</i> : καὶ [[πάνυ]] très, beaucoup;<br /><b>4</b> <i>précédé de</i> [[οὐ]] : [[οὐ]] [[πάνυ]] pas très, pas précisément : [[οὐ]] [[πάνυ]] πρὸς [[τῷ]] στρατεύματι XÉN pas précisément tout près de l’armée, <i>càd</i> assez loin d’elle;<br /><b>5</b> ὁ [[πάνυ]] (<i>s.e.</i> [[περιβόητος]], <i>ou autre mot anal.</i>) le très connu, le fameux : [[οἱ]] [[πάνυ]] [[τῶν]] στρατιωτῶν THC ces soldats renommés ; ὁ [[πάνυ]] [[Περικλῆς]] XÉN ce célèbre Périclès.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶς]].
}}
}}