3,274,916
edits
(6_6) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πατρόθεν''': Ἐπίρρ. (πατὴρ) π. ἐκ γενεῆς ὀνομάζων..., ἐκ τοῦ πατρὸς καὶ τοῦ γένους, (κατὰ τὸ ἐκ παραλλήλου [[σχῆμα]]), Ἰλ. Ι. 68, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 1, Θουκ. 7. 69· τὸ μὲν π. ἐκ Διὸς εὔχονται, πρὸς πατρός, Πινδ. Ο. 7. 40· [[εἴπερ]] ... ἔστ’ ἐμὸς τά π. Σοφ. Αἴ. 547, πρβλ. Ο. Κ. 215 ἀναγραφῆναι π. ἐν στήλῃ, [[μετὰ]] τοῦ ὀνόματος τοῦ πατρός, Ἡρόδ. 6. 14, πρβλ. 8. 90· οὕτω, γράφειν [[τοὔνομα]] π. καὶ φυλῆς καὶ δήμου, [[μετὰ]] τοῦ ὀνόματος τοῦ πατρός, τῆς φυλῆς καὶ τοῦ δήμου, Πλάτ. Νόμ. 753C. 2) ὁ προερχόμενος ἐκ τοῦ πατρός. ἀνάγκα π., ἐπιβαλλομένη ὑπὸ τοῦ [[Διός]], Πινδ. Ο. 3. 51· π. [[ἀλάστωρ]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 1508· π. εὐκταία [[φάτις]], [[κατάρα]] πατρική, ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 841. | |lstext='''πατρόθεν''': Ἐπίρρ. (πατὴρ) π. ἐκ γενεῆς ὀνομάζων..., ἐκ τοῦ πατρὸς καὶ τοῦ γένους, (κατὰ τὸ ἐκ παραλλήλου [[σχῆμα]]), Ἰλ. Ι. 68, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 1, Θουκ. 7. 69· τὸ μὲν π. ἐκ Διὸς εὔχονται, πρὸς πατρός, Πινδ. Ο. 7. 40· [[εἴπερ]] ... ἔστ’ ἐμὸς τά π. Σοφ. Αἴ. 547, πρβλ. Ο. Κ. 215 ἀναγραφῆναι π. ἐν στήλῃ, [[μετὰ]] τοῦ ὀνόματος τοῦ πατρός, Ἡρόδ. 6. 14, πρβλ. 8. 90· οὕτω, γράφειν [[τοὔνομα]] π. καὶ φυλῆς καὶ δήμου, [[μετὰ]] τοῦ ὀνόματος τοῦ πατρός, τῆς φυλῆς καὶ τοῦ δήμου, Πλάτ. Νόμ. 753C. 2) ὁ προερχόμενος ἐκ τοῦ πατρός. ἀνάγκα π., ἐπιβαλλομένη ὑπὸ τοῦ [[Διός]], Πινδ. Ο. 3. 51· π. [[ἀλάστωρ]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 1508· π. εὐκταία [[φάτις]], [[κατάρα]] πατρική, ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 841. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> du père, du côté du père, d’après le nom du père;<br /><b>2</b> depuis le père, en commençant par le nom du père, <i>càd</i> en ajoutant le nom du père.<br />'''Étymologie:''' [[πατήρ]], -θεν. | |||
}} | }} |