Anonymous

πέλτη: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_10)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πέλτη''': ἡ, μικρὰ ἐλαφρὰ ἀσπὶς [[ἄνευ]] ἴτυος, γύρου, Λατ. pelta, cetra, πρῶτον ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Θρᾳξίν, Ἡρόδ. 7. 75, πρβλ. 89· Θρῃκίας π. [[ἄναξ]] Εὐρ. Ἄλκ. 498, πρβλ. Βάκχ. 783, Ἀριστοφ. Λυσ. 563, κτλ.· π. Ἀμαζονική Πλουτ. Πομπ. 35· περὶ τοῦ σχήματος αὐτῆς ὅρα Λεξικὸν τῶν Ἀρχαιοτ. ἐν λ. 2) [[σῶμα]] πελταστῶν Εὐρ. Ρῆσ. 410· πρβλ. ἀσπὶς Ι. 2, [[λόγχη]] ΙΙΙ. 3) κόσμημά τι ἵππου, [[αὐτόθι]] 305. ΙΙ. = [[παλτόν]], [[κοντός]], «κοντάρι», Ξεν. Ἀνάβ. 1. 10, 12· ἑρμηνεύεται διὰ τῶν λέξεων [[δόρυ]], [[ἀκόντιον]] ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ., καὶ διὰ τοῦ [[λόγχη]] ὑπὸ τοῦ Σουΐδ.
|lstext='''πέλτη''': ἡ, μικρὰ ἐλαφρὰ ἀσπὶς [[ἄνευ]] ἴτυος, γύρου, Λατ. pelta, cetra, πρῶτον ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Θρᾳξίν, Ἡρόδ. 7. 75, πρβλ. 89· Θρῃκίας π. [[ἄναξ]] Εὐρ. Ἄλκ. 498, πρβλ. Βάκχ. 783, Ἀριστοφ. Λυσ. 563, κτλ.· π. Ἀμαζονική Πλουτ. Πομπ. 35· περὶ τοῦ σχήματος αὐτῆς ὅρα Λεξικὸν τῶν Ἀρχαιοτ. ἐν λ. 2) [[σῶμα]] πελταστῶν Εὐρ. Ρῆσ. 410· πρβλ. ἀσπὶς Ι. 2, [[λόγχη]] ΙΙΙ. 3) κόσμημά τι ἵππου, [[αὐτόθι]] 305. ΙΙ. = [[παλτόν]], [[κοντός]], «κοντάρι», Ξεν. Ἀνάβ. 1. 10, 12· ἑρμηνεύεται διὰ τῶν λέξεων [[δόρυ]], [[ἀκόντιον]] ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ., καὶ διὰ τοῦ [[λόγχη]] ὑπὸ τοῦ Σουΐδ.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> petit bouclier léger à l’usage de l’infanterie légère;<br /><b>2</b> longue javeline, pique.<br />'''Étymologie:''' R. Παλ, mouvoir ; cf. [[πάλλω]].
}}
}}