3,274,216
edits
(6_15) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πενθερός''': ὁ, ὁ πατὴρ τοῦ συζύγου ἢ τῆς συζύγου, Λατ. socer ὡς τὸ [[ἑκυρός]], Ἰλ. Ζ. 170, Ὀδ. Θ. 582, Ἡρόδ. 3. 52, καὶ Ἀττ.· λαβὼν Ἄδραστον πενθερὸν Σοφ. Ο. Κ. 1302· - ἐν τῷ πληθ. οἱ «συμπέθεροι» ἢ τὰ «πεθερικά», πενθεροὺς δ’ ἀνωφελεῖς Εὐρ. Ἱππ. 636· οὕτω soceri παρὰ Οὐεργιλ. ἐν Αἰν. 5. 457, Tac. Αn. 1. 55. II. [[καθόλου]], συγγενὴς ἐξ ἀγχιστείας, π.χ. [[ἀνδράδελφος]] ἢ [[γυναικάδελφος]], Εὐρ. Ἠλ. 1286, Valck. εἰς Εὐρ. Φοιν. 431· [[ὡσαύτως]] = [[γαμβρός]], ὁ ἀνὴρ θυγατρός, Σοφ. Ἀποσπ. 293. ([[πενθερός]], -ρά, παραβάλλονται ὑπὸ τοῦ Pott καὶ Curt. πρὸς τὸ Σανσκρ. bandh-u (connexio, cognatio, cognatus), ἐκ τῆς ῥίζης bandh, handh-âmi (δένω, πρβλ. Γοτθ. bind-a, κτλ.). | |lstext='''πενθερός''': ὁ, ὁ πατὴρ τοῦ συζύγου ἢ τῆς συζύγου, Λατ. socer ὡς τὸ [[ἑκυρός]], Ἰλ. Ζ. 170, Ὀδ. Θ. 582, Ἡρόδ. 3. 52, καὶ Ἀττ.· λαβὼν Ἄδραστον πενθερὸν Σοφ. Ο. Κ. 1302· - ἐν τῷ πληθ. οἱ «συμπέθεροι» ἢ τὰ «πεθερικά», πενθεροὺς δ’ ἀνωφελεῖς Εὐρ. Ἱππ. 636· οὕτω soceri παρὰ Οὐεργιλ. ἐν Αἰν. 5. 457, Tac. Αn. 1. 55. II. [[καθόλου]], συγγενὴς ἐξ ἀγχιστείας, π.χ. [[ἀνδράδελφος]] ἢ [[γυναικάδελφος]], Εὐρ. Ἠλ. 1286, Valck. εἰς Εὐρ. Φοιν. 431· [[ὡσαύτως]] = [[γαμβρός]], ὁ ἀνὴρ θυγατρός, Σοφ. Ἀποσπ. 293. ([[πενθερός]], -ρά, παραβάλλονται ὑπὸ τοῦ Pott καὶ Curt. πρὸς τὸ Σανσκρ. bandh-u (connexio, cognatio, cognatus), ἐκ τῆς ῥίζης bandh, handh-âmi (δένω, πρβλ. Γοτθ. bind-a, κτλ.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>propr.</i> qui contracte un lien de famille par le mariage;<br /><b>1</b> beau-père, père de la femme ; <i>plur.</i> [[οἱ]] πενθεροί EUR les beaux-parents;<br /><b>2</b> beau-frère, mari de la sœur.<br />'''Étymologie:''' R. Πενθ, <i>skr.</i> Bandh, lier. | |||
}} | }} |