Anonymous

πελάγιος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_4)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πελάγιος''': -α, -ον, Ἀττ. καὶ ος, ον Εὐρ. Ἑλ. 1436, ἀλλὰ πρβλ. 1062· ([[πέλαγος]])· - ὁ ἀνήκων εἰς τὸ [[πέλαγος]], ὁ τοῦ πελάγους, Λατ. marinus, [[κλύδων]] Ἑκ. 701· πελαγίας εἰς ἀγκάλας ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1062 (ἴδε [[ἀγκάλη]])· πλὰξ Ἀριστοφ. Εἰρ. 1438· πελαγίαν ἅλα, τὴν ἐκτεταμένην, τὴν τοῦ πελάγους θάλασσαν (ἴδε [[πέλαγος]], ἅλς)· - ἐπὶ ζῴων, ὁ ἐν τοῖς πελάγεσι ζῶν, Εὐρ. Ἱππ. 1278· τῶν δὲ θαλαττίων [ζῴων] τὰ μὲν πελάγια τὰ δὲ αἰγιαλώδη Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 31· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ παράγεια, [[αὐτόθι]] 8. 19, 8· π. ἰχθύες ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πρόσγειοι, [[αὐτόθι]] 6. 17, 8., 13, 1. 2) ὁ ἐν τῷ πελάγει, Σοφ. Τρ. 649· ἐπὶ ναυτῶν ἢ πλοίων, π. [[πλεῖν]] Θουκ. 8.39, πρβλ. 101· π. φανῆναι [[αὐτόθι]] 44· π. ἀνάγεσθαι Ξεν. Ἑλ. 2. 1, 17. 3) ὡς ἐπίθ. τῆς Ἀφροδίτης, Ἀρτεμίδωρ. 2.37, σ. 218 Reiff.· τῆς Ἴσιδος, Παυσ. 2. 4, 6· ἄλλων θεῶν, Πλούτ. 2. 161C. - Τύπος [[πελαγαῖος]] ἢ πελάγειος ἀπαντᾷ ἐν Ἀντιγράφοις τοῦ Παυσ. 7. 21, 7.
|lstext='''πελάγιος''': -α, -ον, Ἀττ. καὶ ος, ον Εὐρ. Ἑλ. 1436, ἀλλὰ πρβλ. 1062· ([[πέλαγος]])· - ὁ ἀνήκων εἰς τὸ [[πέλαγος]], ὁ τοῦ πελάγους, Λατ. marinus, [[κλύδων]] Ἑκ. 701· πελαγίας εἰς ἀγκάλας ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1062 (ἴδε [[ἀγκάλη]])· πλὰξ Ἀριστοφ. Εἰρ. 1438· πελαγίαν ἅλα, τὴν ἐκτεταμένην, τὴν τοῦ πελάγους θάλασσαν (ἴδε [[πέλαγος]], ἅλς)· - ἐπὶ ζῴων, ὁ ἐν τοῖς πελάγεσι ζῶν, Εὐρ. Ἱππ. 1278· τῶν δὲ θαλαττίων [ζῴων] τὰ μὲν πελάγια τὰ δὲ αἰγιαλώδη Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 31· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ παράγεια, [[αὐτόθι]] 8. 19, 8· π. ἰχθύες ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πρόσγειοι, [[αὐτόθι]] 6. 17, 8., 13, 1. 2) ὁ ἐν τῷ πελάγει, Σοφ. Τρ. 649· ἐπὶ ναυτῶν ἢ πλοίων, π. [[πλεῖν]] Θουκ. 8.39, πρβλ. 101· π. φανῆναι [[αὐτόθι]] 44· π. ἀνάγεσθαι Ξεν. Ἑλ. 2. 1, 17. 3) ὡς ἐπίθ. τῆς Ἀφροδίτης, Ἀρτεμίδωρ. 2.37, σ. 218 Reiff.· τῆς Ἴσιδος, Παυσ. 2. 4, 6· ἄλλων θεῶν, Πλούτ. 2. 161C. - Τύπος [[πελαγαῖος]] ἢ πελάγειος ἀπαντᾷ ἐν Ἀντιγράφοις τοῦ Παυσ. 7. 21, 7.
}}
{{bailly
|btext=α <i>ou</i> ος, όν :<br /><b>1</b> qui navigue en pleine mer <i>en parl. de vaisseaux</i>;<br /><b>2</b> <i>en gén.</i> de la mer.<br />'''Étymologie:''' [[πέλαγος]].
}}
}}