Anonymous

παραρτάω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_12)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραρτάω''': Ἰων. -έω, ἀναρτῶ πλησίον, ἔκ τινος ἢ ἐπί τινος, Αἰλιαν. π. Ζ. 1. 2· [[ξιφίδιον]] ἐκ τῆς ὀροφῆς Πλούτ. 2. 844Ε. - Παθ., [[μάχαιρα]] παρήρτηται ὁ αὐτ. ἐν Ἀντων. 4· [[ἀλλά]], παρηρτῆσθαι μάχαιραν, ἔχειν αὐτὴν ἀνηρτημένην παρὰ τὸ [[πλευρόν]], Αἰλ. π. Ζ. 5. 3, Ἡρῳδιαν., κλ.· π. πήραν Λουκ. Περεγρ. 15· τὰ παρηρτημένα, μέρη προσηρτημένα, Ἀρτέμων παρ’ Ἀθην. 637C.
|lstext='''παραρτάω''': Ἰων. -έω, ἀναρτῶ πλησίον, ἔκ τινος ἢ ἐπί τινος, Αἰλιαν. π. Ζ. 1. 2· [[ξιφίδιον]] ἐκ τῆς ὀροφῆς Πλούτ. 2. 844Ε. - Παθ., [[μάχαιρα]] παρήρτηται ὁ αὐτ. ἐν Ἀντων. 4· [[ἀλλά]], παρηρτῆσθαι μάχαιραν, ἔχειν αὐτὴν ἀνηρτημένην παρὰ τὸ [[πλευρόν]], Αἰλ. π. Ζ. 5. 3, Ἡρῳδιαν., κλ.· π. πήραν Λουκ. Περεγρ. 15· τὰ παρηρτημένα, μέρη προσηρτημένα, Ἀρτέμων παρ’ Ἀθην. 637C.
}}
{{bailly
|btext=suspendre à côté : [[τι]] ἔκ τινος une chose à une autre;<br /><i><b>Moy.</b></i> παραρτάομαι (<i>ao.</i> παρηρτησάμην, <i>pf.</i> παρήρτημαι);<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> porter suspendu au côté : [[τι]] qch;<br /><b>2</b> équiper, disposer, préparer, acc.;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> se disposer, se préparer.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἀρτάω]].
}}
}}