3,271,364
edits
(6_19) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πατριώτης''': -ου, ὁ, κλητικ. -ῶτα Νίκων ἐν «Κιθαρῳδῷ» 1· ([[πάτριος]])· - ὁ ἔχων τὴν αὐτὴν πατρίδα, [[συμπατριώτης]]· [[κυρίως]] τὸ [[πατριώτης]] ἐλέγετο ἐπὶ τῶν βαρβάρων οἵτινες εἶχον μόνον κοινὴν πατρίδα, ἐν ᾧ οἱ Ἕλληνες ἐκαλοῦντο καθ’ ἑαυτοὺς πολῖται ὡς ἔχοντες κοινὴν πόλιν ([[ἤτοι]] ἐλευθέραν πόλιν), [[Πολυδ]]. Γ΄, 54, Ἡσυχ., Φώτ· [[ἐντεῦθεν]]: [[μήτε]] πατριώτας [[ἀλλήλων]] [[εἶναι]] τούς μέλλοντας ῥᾷον δουλεύσειν ([[διότι]] παρὰ τοῖς βαρβάροις πάντα δοῦλα πλὴν [[ἑνός]]) Πλάτ. Νόμ. 777C τοῖσι Λυκούργου πατριώταις, «φαίνονται τὸν Λυκοῦργον Αἰγύπτιον [[εἶναι]] νομίζοντες ἢ τὸ γένος ἢ τοὺς τρόπους» (Σχόλ. Εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1294), Φερεκράτ. ἐν «Ἀγρίοις» 5, πρβλ. Ἄλεξιν ἐν Ἀδηλ. 74: [[ἐντεῦθεν]] ὁ Ξενοφ. λέγει ἵπποι πατριῶται = ἐγχώριοι, Κύρ. 2. 2. 26· καὶ κατὰ μεταφορ. ὁ Σοφ. καλεῖ τὸν Κιθαιρῶνα πατριώτην τοῦ Οἰδίποδος, Ο. Τ. 1091· ἐπὶ τοῦ Διονύσου, τὸν πατριώτην Θεόν,. μαινομέναις ἀνθέοντα τιμαῖσι Διόνυσον Πλούτ. 2. 671C· π. ἐστί μοι. - Ἀπόκρ. ἐλάνθανες ἄρα [[βάρβαρος]] ὢν Λουκ. Σολοικ. 5· | |lstext='''πατριώτης''': -ου, ὁ, κλητικ. -ῶτα Νίκων ἐν «Κιθαρῳδῷ» 1· ([[πάτριος]])· - ὁ ἔχων τὴν αὐτὴν πατρίδα, [[συμπατριώτης]]· [[κυρίως]] τὸ [[πατριώτης]] ἐλέγετο ἐπὶ τῶν βαρβάρων οἵτινες εἶχον μόνον κοινὴν πατρίδα, ἐν ᾧ οἱ Ἕλληνες ἐκαλοῦντο καθ’ ἑαυτοὺς πολῖται ὡς ἔχοντες κοινὴν πόλιν ([[ἤτοι]] ἐλευθέραν πόλιν), [[Πολυδ]]. Γ΄, 54, Ἡσυχ., Φώτ· [[ἐντεῦθεν]]: [[μήτε]] πατριώτας [[ἀλλήλων]] [[εἶναι]] τούς μέλλοντας ῥᾷον δουλεύσειν ([[διότι]] παρὰ τοῖς βαρβάροις πάντα δοῦλα πλὴν [[ἑνός]]) Πλάτ. Νόμ. 777C τοῖσι Λυκούργου πατριώταις, «φαίνονται τὸν Λυκοῦργον Αἰγύπτιον [[εἶναι]] νομίζοντες ἢ τὸ γένος ἢ τοὺς τρόπους» (Σχόλ. Εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1294), Φερεκράτ. ἐν «Ἀγρίοις» 5, πρβλ. Ἄλεξιν ἐν Ἀδηλ. 74: [[ἐντεῦθεν]] ὁ Ξενοφ. λέγει ἵπποι πατριῶται = ἐγχώριοι, Κύρ. 2. 2. 26· καὶ κατὰ μεταφορ. ὁ Σοφ. καλεῖ τὸν Κιθαιρῶνα πατριώτην τοῦ Οἰδίποδος, Ο. Τ. 1091· ἐπὶ τοῦ Διονύσου, τὸν πατριώτην Θεόν,. μαινομέναις ἀνθέοντα τιμαῖσι Διόνυσον Πλούτ. 2. 671C· π. ἐστί μοι. - Ἀπόκρ. ἐλάνθανες ἄρα [[βάρβαρος]] ὢν Λουκ. Σολοικ. 5· | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br /><b>1</b> qui est du même pays, qui est du pays, indigène;<br /><b>2</b> <i>c.</i> [[πολίτης]] chez les Barbares.<br />'''Étymologie:''' [[πατριά]]. | |||
}} | }} |