Anonymous

περιάγω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_13a)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιάγω''': μέλλ. -ξω, ἄγω, ὁδηγῶ [[περί]] τι, τὸν Σόλωνα θεράποντες περιῆγον κατὰ τοὺς θησαυροὺς Ἡρόδ. 1. 30., 2. 179, κ. ἀλλ.· περιάγουσι (αὐτοὺς) κατὰ τοὺς φίλους ἐν ἀμάξῃσι 4. 73· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. τόπου, παρθένον ... κοσμήσαντες ... καὶ ἐπ’ ἅρμα ἀναβιβάσαντες περιάγουσι τὴν λίμνην κύκλῳ [[αὐτόθι]] 180. - Μέσ., [[περιάγω]], [[περιφέρω]] τι, ἐλέφαντα περιάγει (ἦν δ’ ὁ [[ἐλέφας]] [[εἶδος]] ποτηρίου) Ἐπίνικος ἐν «Ὑποβαλλομέναις» 1. 4. - Παθ., περιστρέφομαι, [[οἷον]] τροχοῦ περιαγομένου Πλάτ. Τίμ. 79Β. 2) ἄγω τινὰ μετ’ ἐμοῦ [[ὅπου]] καὶ ἂν [[ὑπάγω]], περιάγεις τοῦτο τὸ [[μειράκιον]]...; Ξεν. Κύρ. 2. 2, 28, πρβλ. 1. 3, 3· ἀλλὰ συνηθέστερον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, περιάγεσθαι πολλοὺς ἀκολούθους ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 1. 7, 2, κτλ.· ἰδίως, ἄγω κύκλω, [[περιπλέκω]], εἰς δυσκολίαν [[ἐμβάλλω]], ὅτι αὐτώ με τὼ θεὼ περιαγάγοιεν (νῦν παραγάγοιεν) [[ὥστε]] ... Ἀνδοκ. περὶ Μυστηρ. 1, 113, πρβλ. Λουκ. Νιγρ. 8. 3) [[περιφέρω]], [[περιστρέφω]], τὴν κεφαλὴν, τὸν τράχηλον, τὸν αὐχένα Ἀριστοφ. Εἰρ. 682, Ὄρν. 186, Πλάτ. Πολ. 315C· περιάγουσίν σε πρὸς τἀριστερὰ (περιάγου [[κεῖσε]] Nauck) Εὐρ. Κύκλ. 686· πρβλ. [[μύλη]]· - π. τὴν σκυταλίδα περιστρέφειν, [[ἔπειτα]] βρόχῳ περὶ ὦν ἔβαλε τὸν αὐχένα (τοῦ ἱρηΐου)· σκυταλίδα δὲ ἐμβαλὼν περιάγει καὶ ἀποπνίγει Ἡρόδ. 4. 60· περιάγειν τῶ χεῖρε εἰς [[τοὔπισθεν]], περιστρέφειν τὰς χεῖρας εἰς τὰ [[ὀπίσω]], τὼ χεῖρε περιαγαγὼν εἰς [[τοὔπισθεν]] καὶ δήσας ἠρώτων Λυσ. [[ὑπὲρ]] Ἐρατοσθ. φόνου 94, 10, (σ. 5, 26 ἔκδ. Westermann)· ἢ [[ἁπλῶς]] π. τὼ χεῖρε Διον. Ἁλ. 6. 82· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., περιαχθεὶς τὼ χεῖρε Φιλόστρ. 714. 4) [[περιφέρω]], δίδω ὁλόγυρα, τὸ [[ποτήριον]] Ἀθήν. 420Α, κτλ., πρβλ. Bergler εἰς Ἀλκίφρ. 1. 22. 5) [[ἀναβάλλω]], ἐς ὥραν τινὰ Λουκ. ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 31. 6) [[φέρω]] εἰς …, τὴν πολιτείαν πρὸς τὴν ἑτέραν πολιτείαν Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 6, 4· τὴν ἀρχὴν εἰς αὐτὸν Ἡρῳδιαν. 4. 3, 2· - Παθ., π. εἰς ὁμόνοιαν ὁ αὐτ. 3. 15· εἰς τόδε, εἰς ἀνάγκην Λουκ. Νιγρ. 5, κτλ. ΙΙ. ἀμεταβ., [[ἔρχομαι]] ὁλόγυρα, καταντῶ, [[πάλιν]] κύκλῳ π. εἰς τὴν ἀρχὴν Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 2, 21, 2) μετ’ αἰτ. τόπου, [[ὑπάγω]] ὁλόγυρα, [[περιέρχομαι]], π. τὴν ἐσχατιὰν Δημ. 1040. 14· π. τὰς πόλεις Εὐαγγ. κ. Ματθ. θ´, 35, πρβλ. δ´, 23, κτλ.
|lstext='''περιάγω''': μέλλ. -ξω, ἄγω, ὁδηγῶ [[περί]] τι, τὸν Σόλωνα θεράποντες περιῆγον κατὰ τοὺς θησαυροὺς Ἡρόδ. 1. 30., 2. 179, κ. ἀλλ.· περιάγουσι (αὐτοὺς) κατὰ τοὺς φίλους ἐν ἀμάξῃσι 4. 73· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. τόπου, παρθένον ... κοσμήσαντες ... καὶ ἐπ’ ἅρμα ἀναβιβάσαντες περιάγουσι τὴν λίμνην κύκλῳ [[αὐτόθι]] 180. - Μέσ., [[περιάγω]], [[περιφέρω]] τι, ἐλέφαντα περιάγει (ἦν δ’ ὁ [[ἐλέφας]] [[εἶδος]] ποτηρίου) Ἐπίνικος ἐν «Ὑποβαλλομέναις» 1. 4. - Παθ., περιστρέφομαι, [[οἷον]] τροχοῦ περιαγομένου Πλάτ. Τίμ. 79Β. 2) ἄγω τινὰ μετ’ ἐμοῦ [[ὅπου]] καὶ ἂν [[ὑπάγω]], περιάγεις τοῦτο τὸ [[μειράκιον]]...; Ξεν. Κύρ. 2. 2, 28, πρβλ. 1. 3, 3· ἀλλὰ συνηθέστερον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, περιάγεσθαι πολλοὺς ἀκολούθους ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 1. 7, 2, κτλ.· ἰδίως, ἄγω κύκλω, [[περιπλέκω]], εἰς δυσκολίαν [[ἐμβάλλω]], ὅτι αὐτώ με τὼ θεὼ περιαγάγοιεν (νῦν παραγάγοιεν) [[ὥστε]] ... Ἀνδοκ. περὶ Μυστηρ. 1, 113, πρβλ. Λουκ. Νιγρ. 8. 3) [[περιφέρω]], [[περιστρέφω]], τὴν κεφαλὴν, τὸν τράχηλον, τὸν αὐχένα Ἀριστοφ. Εἰρ. 682, Ὄρν. 186, Πλάτ. Πολ. 315C· περιάγουσίν σε πρὸς τἀριστερὰ (περιάγου [[κεῖσε]] Nauck) Εὐρ. Κύκλ. 686· πρβλ. [[μύλη]]· - π. τὴν σκυταλίδα περιστρέφειν, [[ἔπειτα]] βρόχῳ περὶ ὦν ἔβαλε τὸν αὐχένα (τοῦ ἱρηΐου)· σκυταλίδα δὲ ἐμβαλὼν περιάγει καὶ ἀποπνίγει Ἡρόδ. 4. 60· περιάγειν τῶ χεῖρε εἰς [[τοὔπισθεν]], περιστρέφειν τὰς χεῖρας εἰς τὰ [[ὀπίσω]], τὼ χεῖρε περιαγαγὼν εἰς [[τοὔπισθεν]] καὶ δήσας ἠρώτων Λυσ. [[ὑπὲρ]] Ἐρατοσθ. φόνου 94, 10, (σ. 5, 26 ἔκδ. Westermann)· ἢ [[ἁπλῶς]] π. τὼ χεῖρε Διον. Ἁλ. 6. 82· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., περιαχθεὶς τὼ χεῖρε Φιλόστρ. 714. 4) [[περιφέρω]], δίδω ὁλόγυρα, τὸ [[ποτήριον]] Ἀθήν. 420Α, κτλ., πρβλ. Bergler εἰς Ἀλκίφρ. 1. 22. 5) [[ἀναβάλλω]], ἐς ὥραν τινὰ Λουκ. ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 31. 6) [[φέρω]] εἰς …, τὴν πολιτείαν πρὸς τὴν ἑτέραν πολιτείαν Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 6, 4· τὴν ἀρχὴν εἰς αὐτὸν Ἡρῳδιαν. 4. 3, 2· - Παθ., π. εἰς ὁμόνοιαν ὁ αὐτ. 3. 15· εἰς τόδε, εἰς ἀνάγκην Λουκ. Νιγρ. 5, κτλ. ΙΙ. ἀμεταβ., [[ἔρχομαι]] ὁλόγυρα, καταντῶ, [[πάλιν]] κύκλῳ π. εἰς τὴν ἀρχὴν Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 2, 21, 2) μετ’ αἰτ. τόπου, [[ὑπάγω]] ὁλόγυρα, [[περιέρχομαι]], π. τὴν ἐσχατιὰν Δημ. 1040. 14· π. τὰς πόλεις Εὐαγγ. κ. Ματθ. θ´, 35, πρβλ. δ´, 23, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> conduire autour, promener autour : τὸν ἵππον [[ἀγχοῦ]] [[τῇ]] ἵππῳ HDT conduire <i>ou</i> promener le cheval tout auprès autour de la jument ; <i>avec l’acc. du lieu</i> : λίμνην κύκλῳ HDT conduire autour d’un lac;<br /><b>2</b> faire tourner τινά, qqn ; [[τῶ]] χεῖρε LYS amener les mains derrière le dos (pour les lier);<br /><b>3</b> emmener à ses côtés, avec soi, acc.;<br /><b>4</b> détourner, fourvoyer à force de paroles, acc.;<br /><b>5</b> différer, reculer, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> περιάγομαι emmener avec soi tout autour, avoir toujours auprès de soi, acc..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ἄγω]].
}}
}}